Γιάννης Ρίτσος

wings · 156 · 251494

and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

1. Αναβάφτιση      

Λόγια φτωχά βαφτίζονται στην πίκρα και στο κλάημα
βγάζουν φτερά και πέτονται πουλιά και κελαηδάνε

Και κειος ο λόγος ο κρυφός τής λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά και σκίζει τους αγέρες

2. Κουβέντα με ένα λουλούδι    

Κυκλάμινο-κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα-στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα

3. Καρτέρεμα    

Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε και ψήλωσε σαν δέντρο

Κι αυτοί μες απ' τα σίδερα κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το "αχ" και βγαίνει φύλλο λεύκας

4. Λαός    

Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια

5. Μνημόσυνο    

Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά μπηγμένα στο καρβέλι

Μάνες τραβάνε τα μαλλιά και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ' το φεγγίτη η Λευτεριά τηρά κι αναστενάζει

6. Αυγή    

Λιόχαρη Μεγαλόχαρη της άνοιξης αυγούλα
και που 'χει μάτια να σε ιδεί να σε καλωσορίσει

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά στ' ανώφλι της πατρίδας

7. Δε φτάνει    

Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη

Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό του πρέπει καριοφίλι

8. Πράσινη μέρα      

Πράσινη μέρα λιόβολη καλή πλαγιά σπαρμένη
κουδούνια και βελάσματα μυρτιές και παπαρούνες

Η κόρη πλέκει τα προικιά κι ο νιος πλέκει καλάθια
και τα τραγιά γιαλό-γιαλό βοσκάνε τ' άσπρο αλάτι

9. Συλλείτουργο      

Κάτω απ' τις λεύκες συντροφιά πουλιά και καπετάνιοι
συλλείτουργο αρχινήσανε με τον καινούργιο Μάη

Τα φύλλα φέγγουνε κεριά στ' αλώνι της πατρίδας
κι ένας αϊτός από ψηλά διαβάζει το Βαγγέλιο

10. Το νερό      

Του βράχου λιγοστό νερό απ' τη σιωπή αγιασμένο
απ' το καρτέρι του πουλιού τη σκιά της πικροδάφνης

Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά και το λαιμό σηκώνει
σαν το σπουργίτι και βλογά τη φτωχομάνα Ελλάδα

11. Το κυκλάμινο      

Μικρό πουλί τριανταφυλλί δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει

Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ' αρχίσεις το τραγούδι

12. Λιγνά κορίτσια      

Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ' αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ - το πέλαο δεν το βλέπουν

Κ' ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο
κι απ' το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ' τον καημό του

13. Τ' άσπρο ξωκλήσι    

Τ' άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά κατάγναντα στον ήλιο
πυροβολεί με το μικρό στενό παράθυρό του

Και την καμπάνα του αψηλά στον πλάτανο δεμένη
την εκουρντίζει ολονυχτίς για του Αη Λαού τη σκόλη

14. Επιτύμβιο    

Το παλικάρι που 'πεσε με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει η γης ογρή σκουλήκι δεν τ' αγγίζει

Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι όλο χυμάει τ' αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς και τους χρυσούς αγγέλους

15. Εδώ το φως      

Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στου αγεριού το πόδι

Εδώ το φως εδώ ο γιαλός χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν τα σίδερα μασάνε

16. Το χτίσιμο      

Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί τις πόρτες ποιος θα βάλει
που 'ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες

Σώπα τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν
και μην ξεχνάς ολονυχτίς βοηθάν κι οι αποθαμένοι

17. Ο ταμένος    

Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του

Και άπα στην πέτρα τής σιωπής τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος

18. Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις      

Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο

Να τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)
« Last Edit: 29 Dec, 2009, 22:40:19 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Γκραγκάντα (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Γκραγκάντα


4.

Πώς έγιναν — είπε — με τον καιρό για σένα οι άνθρωποι —
ύποπτοι, μακρινοί ψηφοφόροι σ' ένα αόριστο μέλλον,
αυτό μονάχα∙ κι ούτε αυτό∙ ούτε ψηφοφόροι∙
και τότε ακόμη που μπορούσες να πιστέψεις
στο ελάχιστο άχυρο φυλαγμένο στη μασκάλη τού πελαργού,
μονάχα ψηφοφόροι∙ κι ούτε∙ — χαμένοι κ' οι ψήφοι.

Αυτό που στέκεται όρθιο, αυτό που κρέμεται ανάποδα,
το ανάποδο κεφάλι, το ανάποδο ποτήρι,
γρατζούνισμα στο τζάμι με το νύχι τού γέρου,
βαριά φορτία χωρίς βάρος —
τα τελευταία σαλιγκάρια ανηφορίζουν τον απέναντι τοίχο
πάνω ακριβώς απ' τη φωνή τού γαλατά σ' ώρα απογεύματος
κ' ή γριά τυλίγει με τις κομμένες κλωστές από παλιά ραψίματα
ένα δικό της άστρο, μιαν αράχνη ή το στεγνό τζιτζίκι∙

Έχουν ακόμη πόδια τα όνειρα — λέει — τ' ακούς στο πάνω πάτωμα
με το μεγάλο καναπέ παρατημένο σαν καράβι στη μέση τής νύχτας,
αναποδογυρίζεις το σιδερένιο κουτί, πέφτουν τα κουμπιά, κυλάνε,
όλα γίνονται κατά λάθος, αναγνωρίζονται κατά λάθος, μένουν μισοφτιαγμένα κατά λάθος,
ξένοι χτυπούν τα ρόπτρα σ' όλες τις πόρτες, νύχτα, μεθυσμένοι,
ξυπνούν οι ένοικοι, σκύβουν απ' τα παράθυρα∙ κανείς δεν είναι∙
κανείς δεν είταν ποτέ∙ — τι φοβάσαι; τι έχεις; τι θα χάσεις;
μονάχα η νύχτα μόνη με χιλιάδες αποστρατευμένα κλειδιά
από  βαλίτσες, κασέλες, χρηματοκιβώτια, αποθήκες, φέρετρα, ακατοίκητα σπίτια,
χιλιάδες και χιλιάδες κλειδιά, απεριόριστο πλήθος, απεριόριστοι κρότοι,
αυτό το απεριόριστο που σταματάει τούς ναύτες με τη ράχη γυρισμένη στη βιτρίνα γυναικείων εσώρουχων
κι ο νεκροθάφτης που κατουράει στη μάντρα ξεχνάει να κατουρήσει
σηκώνει το κεφάλι, κοιτάει, στήνει τ' αυτί, αφουγκράζεται
ψάχνει στην τσέπη του για το δικό του κλειδί — δεν το βρίσκει
κι άξαφνα κατεβάζουν απ' το φορτηγό μιαν άγκυρα
την κουβαλάνε οι πέντε δύτες στο διανυκτερεύον φαρμακείο
ο πέμπτος έχει δεμένο στο λαιμό του ένα κόκκινο μαντίλι
ο μέσα γλόμπος είναι πράσινος
το κόκκινο και το πράσινο είναι 1 και 2
αντίθετα, συνεννοημένα, προδοτικά, αυστηρά, ανεξέλεγκτα
1 και 2 ή 1 και 1, δεν ξέρεις ποιο είναι πρώτο,
ποια η άδεια, ποια η απαγόρευση,
και η άδεια: απαγόρευση — παραχωρημένη, προσταγμένη∙

Θυμάσαι το χορτάρι, το αίμα, το ποτάμι, τη συνουσία,
την είσοδο, την έξοδο — ο μεγάλος κόκκινος φαλλός,
η δαγκωμένη γυναίκα, ο νιπτήρας, ο στενός καθρέφτης,
η λεκάνη με το ζεστό νερό που ανέβαζε απ' την ξύλινη σκάλα η άλλη γυναίκα
η τρίτη γυναίκα ήταν πεθαμένη με τα ρούχα της μες στο μπαούλο με ναφθαλίνη
μαζί κ' οι φωτογραφίες της κ' ένα ζευγάρι καφετιά σκαρπίνια,

Τ' αναστημένα ψάρια στριφογύριζαν ψηλά στους φανοστάτες
οι ομπρέλες ήταν αφημένες στη σοφίτα με τη σκισμένη κουρτίνα
η μια γαλότσα με ξεραμένη λάσπη.  Εδώ — είπε –
τα ποντίκια είναι ελεύθερα, κυλούν τις κουβαρίστρες, τρώνε τις καρέκλες∙
εγώ είμαι ψηλός, εσύ κοντός — λέει —
η γη είναι στρογγυλή, το μηδέν στρογγυλό — είπε —
ή ο κύκλος του χορού από κορίτσια με άσπρα φορέματα και γαλάζια μαλλιά∙ —
τι πονηριές μας ξεγελάσανε, πώς αντιστρέψαμε τα πράγματα, τα γάντια καπέλα —
είμαστε όμοιοι λοιπόν, το ίδιο ελεύθεροι — λέει — μες στη φθορά μας
μες στο διαφορετικό μας θάνατο — τον ένα,
αυτός φτερνίζεται, αυτός βήχει, αυτός τραγουδάει,
το ίδιο πεθαίνουμε όλοι
στη σκάφη, στο χρηματιστήριο, στο καμπαναριό, στο ρίζωνα,
πουλιά μου, καράβια μου, σκοινένιες σκάλες μου — είπε —
το ψόφιο σκυλί στο πηγάδι μαζί με το ρολόι τού χεριού μου. Εγώ

μάζεψα πούπουλα απ' τις κότες, απ' τις χήνες, απ' τους αητούς, απ' τα σπουργίτια,
έφτιαξα φτερά, τα δοκίμασα γυμνός μπροστά στον καθρέφτη τού υπνοδωματίου,
τα φόρεσα τις αποκριές, τα φόρεσα στο θέατρο,
έπαιξα τον αγγελιαφόρο, τον άγγελο, τον αρχάγγελο,
κατέβηκα, ανέβηκα πραγματικά, δεμένος με γερό σκοινί απ' τη μέση —
ο θόρυβος απ' τις τροχαλίες σχεδόν δεν ακουγόταν
τις κινήσεις των φτερών καλά τις μιμήθηκα
ολόκληρη την πτήση τη μιμήθηκα πλάι σ' ένα χάρτινο φεγγάρι
με χειροκρότησαν αρκετά — δεν τ' αρνιέμαι — παράπονο δεν έχω —

Γυρίζοντας μόνος με τα πόδια σπίτι μου περασμένα μεσάνυχτα
άκουσα τον ασπιδωτό θόρυβο απ' τα κλειστά σιδηρουργεία
το παλιό φυσερό το 'χαν έξω στο δρόμο, κοντοστάθηκα,
δοκίμασα να παίξω αρμόνιο, εκεί στο δρόμο,
ξέροντας πως η μουσική έχει περάσει ανάμεσα στο πυρωμένο σίδερο
αλλά με κοίταξε η βαμμένη γυναίκα — και δεν έπαιξα —
αυτή είχε δει πως τα φτερά μου είναι ψεύτικα —
απ' την πολλή απελπισία είχε αγγίξει την αδιαφορία εκείνη
που θα μπορούσε να μου το πει κατάμουτρα∙ κ' ήξερε
πως το σκοινί που με σήκωνε απ' τη μέση ήταν το ίδιο σκοινί του κρεμασμένου
δε μίλησε διόλου∙ δε με κοίταξε∙ άπλωσε το χέρι της
και μου 'δωσε λίγα στραγάλια ιδρωμένα απ' τη φούχτα της. «Εγώ
δεν μπορώ — λέει — να τα μασήσω∙ έχω μασέλες».
«Κ' εγώ το ίδιο», της είπα.

                                   Βγάλαμε τις μασέλες μας
και τις κοιτούσαμε στο φεγγάρι∙ κοιταχτήκαμε∙ χαμογελάσαμε
γελάσαμε∙ γελάσαμε πολύ∙ στο Σταθμό σκύβαμε ως κάτω από τα γέλια∙
γελούσε μαζί μας κι ο Σταθμάρχης. Φτάσαμε σπίτι∙ πλαγιάσαμε∙
κάναμε αμίλητοι έρωτα, δεύτερη, τρίτη φορά,
ωραία, βαθιά, απροσποίητα, πιο μέσα απ' το χρόνο, πιο κάτω απ' το θάνατο. Τα χαράματα
ντύθηκε κ' έκανε να φύγει. Μια στιγμή πισωγύρισε,
μου ανέβασε στους ώμους το σεντόνι. «Εγώ το ξέρω — μουρμούρισε στ' αυτί μου —
τα φτερά σου είναι αληθινά∙ μη μου το κρύβεις εμένα∙
το φέρετρο πρέπει να ‘ναι μεγάλο, να χωράει και τα φτερά σου.
Κοιμήσου». Βγήκε απ' την πόρτα,

κ'  η πόρτα ήταν πολύ αποσταμένη όπως η μητρική φωνή «κοιμήσου»
κι όλα ήταν πολύ αποσταμένα. Η αυγή σταχτιά-τριανταφυλλένια χνώτιζε τα τζάμια
και το μικρό μπαλκόνι της Μαρίας με τις τέσσερις γλάστρες
κρεμόταν μες στη φούχτα τ' ουρανού. Στη σκάλα του Ταχυδρομείου θα συναντούσαμε πάλι
κείνη τη γάτα με το ξεθωριασμένο τρίχωμα κολλημένο με την ψαρόκολλα των μοχθηρών παιδιών
την ίδια γάτα, καθισμένη κοντά στη χελώνα, πλάι-πλάι, παρέα οι δυο τους, καταμόναχες,
με τις πολύ μεγαλύτερες, πολύ πιο διάφανες πρωινές σκιές τους
την ώρα που τα βαρέλια μέσα στα υπόγεια αισθάνονται εγκαταλειμμένα απ' όλους
κι ο μαθητευόμενος ξυλουργός περιμένει μπρος στην κλεισμένη πόρτα τού ξυλουργείου
εκεί που ετοιμάζουν τις μεγάλες ντουλάπες με τους εσωτερικούς καθρέφτες
να καθρεφτίζονται στα σκοτεινά τ' άδεια ρούχα, απαλλαγμένα απ' τα σώματα
διατηρώντας τη μυρωδιά τού ιδρώτα και το ύφος τού σώματος
σαν κέλυφος παλιού τζιτζικιού φαγωμένου απ' τα μερμήγκια κι από αόρατα έντομα,
εκεί που φτιάχνουν τα μεγάλα φέρετρα για να χωρούν και τα φτερά σου.

Κι άκουγες κείνα τα στραγάλια να πέφτουν ένα - ένα στο ποτάμι.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ζ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 20 Dec, 2009, 14:32:32 by wings »



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΑΝΑΒΑΦΤΙΣΗ " 1974 - YouTube

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Αναβάφτιση
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & χορωδία / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

1. Αναβάφτιση     

Λόγια φτωχά βαφτίζονται στην πίκρα και στο κλάημα
βγάζουν φτερά και πέτονται πουλιά και κελαηδάνε

Και κειος ο λόγος ο κρυφός τής λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά και σκίζει τους αγέρες

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:35:14 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΚΟΥΒΕΝΤΑ Μ' ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ " 1974 - YouTube

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Κουβέντα μ' ένα λουλούδι
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & χορωδία / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

2. Κουβέντα με ένα λουλούδι      

Κυκλάμινο-κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα-στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:35:30 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Ημερολόγιο μιας βδομάδας (1973)]

Γιάννης Ρίτσος, Ημερολόγιο μιας βδομάδας

Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 1973

Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια,
ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, — πώς μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα κ' η παλάμη του ανθρώπου —

17 Νοεμβρίου

Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ' τους πυροβολισμούς∙ πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το  ξύδι —
ποιος θα πει : περιμένω μες απ' το μέσα μαύρο;
μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ' έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο∙ κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ' αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ' τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ' τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς,
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;


Κάλαμος, 18 Νοεμβρίου

Λιόλουστη μέρα∙ Κάλαμος∙ η θάλασσα∙ σπουργίτια στον ελαιώνα∙
κάλεσμα, πρόκληση, κάλλος, μακρινή προδομένη μακαριότητα —
α, εσύ, δραπέτη, λιποτάχτη, κρυμμένε
ανάμεσα στ' αγάλματα, πίσω απ' τ' αγάλματα, μέσα στ' αγάλματα —
αγάλματα κούφια, χωρίς χέρια, χωρίς πέος, χωρίς αμπελόφυλλα, —
αρνήσου, αρνήσου, — όχι να ξεχαστείς και να ξεχάσεις∙  
το δέντρο, το πουλί, το γαλάζιο, — αμαρτία, αμαρτία. Πώς μπορείτε να  κοιμάστε;
Εσείς ο ίδιος ο έρωτας∙ — κι ο έρωτας  αμαρτία —
Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας, παιδιά μας,
πόσες γενιές παιδιά μας, σε αδιαίρετο χρόνο, χωρίς χρόνο,
στα στάχυα και στα σύρματα, στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα,
έρωτές μας, παιδιά μας, σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτές μας —

Για τίποτ' άλλο να μην έχουμε μάτια, παρά μόνο για σάς. Τίποτ' άλλο.

Ω, ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο,
επάνω από δυο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω.

ΒΡΑΧΟΣ, το μέγα κόκκινο∙ δεύτερη πόρτα, πέμπτη πόρτα, κ' η δωδέκατη κλεισμένη∙
χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο, χτύπημα της πέτρας στην πέτρα —
Μ' ακούς; Άκουσε με. Εγώ σ' ακούω —
δυο σιωπές κάνουν μια φωνή κ' ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι —


Αθήνα, 19 Νοεμβρίου

Με τους αγκώνες στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες —
Ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει.

Σκοτωμένοι επιτόπου, μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο, κ' η φωνή τους ακόμη :
αδέρφια, αδέρφια, πάνω απ' το αίμα τους, με το αίμα τους
πάνω από την αγρυπνισμένη Αθήνα, — πώς μπορείτε λοιπόν, πώς μπορείτε;

20 Νοεμβρίου

Μαζεύαν τα οδοφράγματα, πλύναν τα αίματα. Τα μισά παιδιά πήγαν σχολείο.
Οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, (στη γωνιά ένα καμένο αυτοκίνητο). Πλύναν τα ρούχα,
τ' άπλωσαν στις ταράτσες μυστικά-μυστικά — μη φανούνε
σαν άλλες σημαίες. Κλειστά νοικοκυριά — το κρεμμύδι, η πατάτα, το λάδι —
το αλάτι χυμένο στο δρόμο∙ το ίδιο και τ' αλεύρι. Μες στο ψυγείο
το κόκκινο πουλί μ' όλα του τα φτερά. Απ' το θάνατο αρχίζουμε —
έτσι έλεγε — απ' το θάνατο αρχίζουμε πάλι,
επάνω απ' τη μεγάλη γκρεμισμένη σκάλα. Τι να κάνουμε; — είπε.
Θα ξεχαστούμε; Θα ξεχάσουμε πάλι; Σκεπασμένοι στην τρύπια κουβέρτα
ως πάνω στα μάτια. Λίγο-λίγο θα βγάλεις το 'να πόδι
δοκιμάζοντας τον αέρα, τη σιωπή, το σκοτάδι. Αργότερα τα χέρια
τελευταίο το κεφάλι — απέναντι η καρέκλα, τα τσιγάρα, τα σπίρτα
και το φως κολλημένο στον τοίχο μια τεράστια κίτρινη αφίσα.

Και μες στους πυροβολισμούς, πάνω απ' το φόβο, πάνω απ' τον πόνο,
πάνω απ' την ένοχη θλιμμένη αλληλεγγύη, — το πρόσωπο εκείνο και το χέρι,
το ένα σώμα κατάχλωμο μες στη γυμνότητά του
πλαγιασμένο ή όρθιο, αφημένο ή τεντωμένο — σώμα ερωτικό
μες στο μοναχικό του απόλυτο. Τα παπούτσια κ' οι κάλτσες στο λουτρό,
τα ρούχα στο πάτωμα, ένα τσιγάρο πνιγμένο στον καπνό του — μνήμες και μνήμες,
πικρά απογεύματα παιδιών∙ η άσπρη κουρτίνα κ' ή σκιά τού χεριού με το μήλο
διαδοχή από ξύλινα αλογάκια με ρόδες ως το ξύλινο της Τροίας
κούφιο μπροστά στην πύλη, πάνοπλο, μ' έναν ξεδοντιασμένο ουρανό στα γυάλινα μάτια
και τ' άλλα τ' άλογα στο δάσος με υψωμένους λαιμούς να κόβουν φύλλα απ' τα ψηλότερα κλωνιά.

Το άσκοπο και το μεγαλείο τής πράξης, η αψήφιστη τόλμη σκέτη πράξη
η στύση τού όμορφου εφήβου πέρα απ' την ιδέα όποιας γέννησης
και κάτω οι καμπάνες σημαίνοντας μια γιορτή χωρίς άγιο.
Μόνη γέννηση.

Ώρα μεγάλη, ώρα σκληρή, ώρα αδειασμένη απ' τη δειλή μακροθυμία των στίχων —
εδώ ό,τι πια θα πει θα ‘ναι το αίμα. Ω, κακόφημη ζωή, ληστεμένη.

21 Νοεμβρίου


Τα κορίτσια πονάνε περισσότερο απ' τ' αγόρια, με τον πόνο
νικάνε το φόβο∙ — είναι οι μικρές μητέρες, έτοιμες κιόλας. Τ' αγόρια
είναι πολύ μονάχα κάτω απ' το χάδι, — φοβούνται,
είναι από μόνα τους μόνα — κάνουν πως χαμογελάνε, κοιτάζουν αλλού,
κάνουν πως δέχονται, λείπουν στα δικά τους, κρυμμένοι
στον ίσκιο τής μεγάλης σημαίας∙ — αυτά δε γκαστρώνονται, δε γεννάνε, φοβούνται,
μονάχα η θέληση τούς μένει∙ — μ' αυτή θα παλέψουν, μ' αυτή θα γίνουν ό,τι γίνουν, ό,τι φτιάξουν
οι πιο λυπημένοι είναι οι ήρωες — κι αυτοί  λείπουν, κρυμμένοι
κάτω απ' την πράξη τους, βαμμένοι με το αίμα τους, — απ' τα πριν πεθαμένοι,
σώζοντας μες στο φόβο το χαμόγελό τους για τούς άλλους. Τα κορίτσια κλαίνε,
ζητούν τυραννικά τον έρωτα των ωραίων νεκρών. Μαζί περνούν την Πύλη
εκείνοι με το στόμα τους σαρκώδες, σφραγισμένο μ  ένα σβηστό τσιγάρο
αυτές με μια τσατσάρα, μ' ένα τσέρκι, με μια σκισμένη κάλτσα
και με μια χάρτινη σημαιούλα  πιεσμένη στα μικρά τους στήθη.

22 Νοεμβρίου

Αργά πού μαλακώνει το μαχαίρι. Αυτός που σωπαίνει
δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει, δεν είναι
τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο ποτήρι —
είναι που περιμένει να ξεσφίξουν τα σαγόνια του.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ζ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 20 Dec, 2009, 19:14:44 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
Από τη σειρά Το σώμα και το αίμα (1976)]

Γιάννης Ρίτσος, Το σώμα και το αίμα

XII

Αυτό που λέγαν περιληπτικά δόξα ή εξέγερση ή θυσία
μια μέρα τόσο διάφανη σα να μην είχε γίνει τίποτε αξιοκατάκριτο την προηγούμενη νύχτα
λίγο πιο πέρα ακουγόντανε κιόλας τα ζήτω
αλλάζανε χρώματα τα τζάμια το κόκκινο κυριαρχούσε
η μουσική γυρνούσε αλλού ψηλά σκαμνιά μέναν άδεια
τα παράθυρα μεταποιούνταν σε πόρτες έλεγε θα βγω κ' έβγαινε στον ουρανό με μεγάλη ευκολία
προπάντων με πλήρη φυσικότητα ύστερα πάλι
τα παράθυρα γίνονταν παράθυρα
πιο στενά από πριν πιο κλειστά
ύστερα μόνο τοίχος
ύστερα καρφιά, στον τοίχο
άπλυτα πουκάμισα κρεμασμένα στα καρφιά
εδώ θα μείνουμε λοιπόν εδώ θα τριγυρνάμε είχε ρωτήσει
το μόνο που μάζεψε μιαν ανθοδέσμη που έπεσε με θόρυβο στο φως
άσπρα λουλούδια κανένα δεν είχε ξεφύγει απ' το βρεγμένο σπάγκο
φέραν τη γυάλα βγάλαν το χρυσόψαρο ήπιαν το νερό
απ' την απέναντι πολυκατοικία κουνούσαν τις πετσέτες σα να ξεσκόνιζαν μιαν ανύπαρχτη λάμπα
κανένας δεν έχει διόλου διάθεση όταν πέφτει το βράδυ
όπως ένα κομμένο χέρι μέσα στο φευγαλέο προβολέα τής πυροσβεστικής υπηρεσίας
η πολιτεία συνειδητοποιείται στην άκρη του καπνού με τα καμένα δοκάρια
παράξενα κίνητρα δημιουργούν απροσδόκητες καταστάσεις
όπως τα πάμπολλα στεφάνια στα προπύλαια του νεκροταφείου
όπως ένα γυάλινο φέρετρο πού σηκώνεται όρθιο και περπατάει μαζί με τις σημαίες
κι ο νεκρός ανεβαίνει τις κερκίδες τυλιγμένος με καλώδια και ζήτω.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ζ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 20 Dec, 2009, 23:18:02 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Ο κόσμος είναι ένας (1978-1980)]

Γιάννης Ρίτσος, Στην οδό που δεν ονομάστηκε «οδός Παζολίνι»


Πλατύ πρωινό τής Ρώμης που πλαταίνει το σύμφωνο λάμδα  
μες στις φωνές των μικροπωλητών, στα λάστιχα των λεωφορείων,
και στη σιωπή των αγαλμάτων,
Ώχρα σκιασμένη στις ανατολικές προσόψεις
των μαγαζιών και των μεγάρων. Πόρτες και πόρτες
συγκρατούν τα ημικύκλια των ίσκιων σ' ένα κάποτε. Παράξενο, — είπε —
σε μιαν αρχαία πολιτεία, με κόκκινα και κίτρινα σκοτεινά χρώματα,
να υπάρχουνε παιδιά κρατημένα απ' το χέρι της μάνας τους
σ' αυτούς τούς πολυσύχναστους δρόμους, κάτω από αναρίθμητα παράθυρα, εδώ
που ο Παζολίνι σεργιανούσε τις νύχτες του, — Στατσιόνε Tέρμινι, εδώ
που σ' ένα υπαίθριο σανιδένιο κιόσκι ένας χοντρός σύγχρονος Νέρων
πουλούσε στους περιηγητές πολύχρωμα φουλάρια. Αγόρασα ένα κόκκινο
το 'δεσα στο λαιμό μου, και καταμεσής του δρόμου σφύριξα:
Εμπρός της γης οι κολασμένοι, Εμπρός της γης οι κολασμένοι

Από την Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου (2000)
« Last Edit: 21 Dec, 2009, 12:26:43 by wings »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΚΑΡΤΕΡΕΜΑ " 1974 - YouTube

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Καρτέρεμα
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & χορωδία / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

3. Καρτέρεμα      

Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε και ψήλωσε σαν δέντρο

Κι αυτοί μες απ' τα σίδερα κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το "αχ" και βγαίνει φύλλο λεύκας

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:35:50 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153


[Από τη σειρά Τα αρνητικά της σιωπής (1987)] 

Γιάννης Ρίτσος,  Επιλογικό

Να με θυμόσαστε — είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά
ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ' ένα κρινάκι τού αγρού
τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.
Και συγχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη: Θα 'θελα
ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι τού φεγγαριού να θερίσω
ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω
και να μασώ σπυρί - σπυρί το στάρι με τα μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον κόσμο που αφήνω,
θαυμάζοντας κι  Εκείνον που ανεβαίνει το λόφο στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα. Αυτό
δεν διακρίνεται πολύ καθαρά. Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι' αυτό προπάντων θ' άξιζε να με θυμάστε.

Από την έκδοση Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1991)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:36:30 by wings »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΛΑΟΣ " 1974 - YouTube

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Λαός
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & χορωδία / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

4. Λαός      

Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:36:45 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Δευτερόλεπτα (1988-1989)] 

Γιάννης Ρίτσος, Δευτερόλεπτα (απόσπασμα)

1

Το βράδυ πέρασε στο δρόμο
ο τυφλός γέρος.
Κρατούσε μια μαργαρίτα —
το τελευταίο μου επιχείρημα.

2

Κι η τεφροδόχος κάποτε,
την ώρα που πέφτει το δείλι,
κοιτιέται στον καθρέφτη.
Τα πρόσωπα ροδίζουν.

3

Στο κέντρο της αίθουσας
ένα μεγάλο τραπέζι
πάνω του η άδεια θήκη
ενός βιολοντσέλου.
Θυμάσαι;

4

Καθώς κατέβαινε απ' τη σκάλα
έπεσε απ' τα μαλλιά της
ένα τριαντάφυλλο.
Δεν το σήκωσα.

5

Καλύτερα, λοιπόν, να σωπάσεις
Αν έλεγες «αύριο»,
θα 'λεγες ψέματα.
Η νύχτα δε σε κρύβει.

6

Σφυρίγματα πλοίων διασταυρώνονται
με καμπανοκρουσίες. Τα καράβια
βγήκανε στη στεριά. Οι εκκλησίες
μπήκαν στη θάλασσα. Κι ένα σκυλί
γαβγίζει καταμόναχο μες στο φεγγάρι.

7


Εφέτος τα ηλιοτρόπια
δε στρέφουν προς το μέρος του ήλιου,
σκυφτά κοιτούν το στεγνό χώμα.

8

Τι να σκέφτονται τάχα τα πουλιά
αρχές φθινοπώρου
όταν το χειραμάξι τού κήπου
με τις άδειες γλάστρες
προσηλώνεται στη σκιά του
κι οι γυμνές πέτρες
έχουν τον πρώτο λόγο;

9


Ένα άσπρο πούπουλο
διαβατικού πουλιού
έπεσε στ' αγκάθια —
ένας κόσμος ελάχιστος,
ολόκληρος ο κόσμος.
   
10

Έφυγαν άλλοι με βαπόρια,
άλλοι με τραίνα.
Έμεινε η γριά με τη ρόκα της
και με μια στάμνα.
Ο χάρτης στον τοίχο μένει άδειος.

11

Ψάχναν με λαδοφάναρα όλη νύχτα.
Άφησαν στο λιμάνι τους πνιγμένους.
Φόρτωσαν στο καράβι  τ' άλογα.
Το μεγάλο ρολόι τού Τελωνείου
δεν έχει δείχτες.

12

Οι χτεσινοί στρατιώτες γέρασαν.
Λίγο- λίγο πεθαίνουν κι οι λέξεις.
Πάνω στο τραπέζι
ένα αυγό καταμόναχο.

13

Πέτρες ζωγραφισμένες.
Ωραίες μορφές, ωραία σώματα.
Δε σε συγκινούν.
Ένα τσιγάρο μόνο του καίγεται στο σταχτοδοχείο -
καπνός στη στέγη μιας χαμένης Ιθάκης,
κι η Πηνελόπη, μπροστά στον αργαλειό της,
νεκρή.

14

Τα πιο πολλά χρυσά σου νομίσματα
τα 'κρυψες στις οπές του τοίχου.
Όταν θα γκρεμιστεί το σπίτι
ίσως τα βρουν.

15

Άνθισαν πάλι τα τριαντάφυλλα πολύχρωμα.
Λευκές πεταλούδες τα επισκέπτονται.
Γιατί, λοιπόν, θα πρέπει να πεθάνουμε;

16

Τον πνιγμένο τον ξάπλωσαν στην προκυμαία.
Νέος ωραίος, ολόγυμνος.
Στ' αριστερό του χέρι, το ρολόι
δουλεύει ακόμα.

17

Κάποτε, ακόμη και τώρα, τις νύχτες,
ένα αηδόνι μού υπαγορεύει
να πω και πάλι «ναι»

18

Αν δεν υπήρχε ο θάνατος,
ποιος γλύπτης, ποιος ποιητής θα δούλευε
για την αθανασία.

19

Ασάλευτο, αυστηρό σκοτάδι
υπογραμμίζει το άστρο.
Α, εσύ, πονηρέ μου.

20

Αν σου 'πα ψέματα, δεν ήταν
για να σε ξεγελάσω.
Ήταν για να σε προστατέψω
απ' τον ίσκιο σου.

21

Όλα του τα χρυσά μετάλλια
κρεμασμένα στους τοίχους.
Κι αυτός, κάτω απ' το χώμα,
μόνο με δυο χρυσές κι ολόγυμνες
οδοντοστοιχίες.

22

Ποιος άφησε αυτό το λουλούδι
πλάι στο τσιγάρο μου;
Ίσως για να πιστέψω.

23

Άνοιξε ή πόρτα μόνη της.
Κανείς δεν ήταν.

[...]

Από την έκδοση Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1991)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:37:09 by wings »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ " 1974 - YouTube

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Μνημόσυνο
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & χορωδία / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

5. Μνημόσυνο      

Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά μπηγμένα στο καρβέλι

Μάνες τραβάνε τα μαλλιά και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ' το φεγγίτη η Λευτεριά τηρά κι αναστενάζει

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:37:24 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
 

[Από τη σειρά Σφυρίγματα πλοίων (1989)]

Γιάννης Ρίτσος, Το τελευταίο καλοκαίρι

Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες — τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ' ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα 'ναι το τελευταίο.

Καρλόβασι, 3.IX.89

Από την έκδοση Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1991)
« Last Edit: 22 Dec, 2009, 16:28:52 by wings »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Απόσπασμα από το σημείωμα στην έκδοση «Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα» (από την Αικατερίνη Μακρυνικόλα)

… Το καλοκαίρι του 1989, ό Ρίτσος μιλούσε συχνά για μια νέα σειρά ποιημάτων που είχε αρχίσει να γράφει στο Καρλόβασι με τίτλο «Σφυρίγματα πλοίων». Βρέθηκε η πρώτη γραφή τους, η οποία, αν λάβουμε υπόψη τις ημερομηνίες — 2 Ιουλίου έως 3 Σεπτεμβρίου 1989 — , κατά πάσαν πιθανότητα είναι και η μόνη. Επομένως, αν και από τη συγκρότηση των ποιημάτων η σειρά φαίνεται ολοκληρωμένη, πρέπει να την θεωρούμε ημιτελή ως προς την τελική της μορφή, γι' αυτό και δεν την συμπεριέλαβα στον κατάλογο των έργων που ήταν έτοιμα για έκδοση, …

Άγνωστο με ποια σειρά ο ποιητής σκόπευε να παρουσιάσει το σύνολο αυτής της παραγωγής, ποια ποιήματα θα κυκλοφορούσαν σε αυτοτελείς εκδόσεις και ποια θα εντάσσονταν κατ' ευθείαν στους τόμους.

Την ευθύνη της απόφασης να εκδοθούν εκτός σειράς αυτές οι τέσσερις ποιητικές συλλογές και το ποίημα «Το τελευταίο καλοκαίρι» από τα «Σφυρίγματα πλοίων» την μοιράστηκα με τη Χρύσα Προκοπάκη. Πρόθεση μας ήταν να παρουσιάσουμε έναν τιμητικό τόμο στην πρώτη επέτειο του θανάτου του ποιητή με τα τελευταία έργα του, που έχουν θεματική ενότητα κι ένα χαρακτήρα υποθήκης στους επερχόμενους. Ο τίτλος του τόμου, δανεισμένος από μία από τις συλλογές, είναι βέβαια δική μας επιλογή…
« Last Edit: 22 Dec, 2009, 16:38:39 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS ΒΙΣΣΗ VISSI " ΑΥΓΗ " 1974 - YouTube

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Αυγή
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & Άννα Βίσση / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

6. Αυγή      

Λιόχαρη Μεγαλόχαρη της άνοιξης αυγούλα
και που 'χει μάτια να σε ιδεί να σε καλωσορίσει

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά στ' ανώφλι της πατρίδας

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:37:42 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools