cheap out → τσιγκουνεύομαι, κάνω τσιγκουνιές, με πιάνουν οι τσιγκουνιές μου, με πιάνουν οι τσιγκουνιές, έχω καβούρια στις τσέπες, επιλέγω τη φτηνότερη λύση, επιλέγω το φτηνότερο, κάνω οικονομία, κάνω οικονομίες

 

Search Tools