Μικρή συμβολή:
Ο μύστης έχει ενδιαφέρουσα προέλευση. Παράγεται από το ρήμα μύω, που σήμαινε «κλείνω τα μάτια ή το στόμα». Λέει στον Πάπυρο: Η λέξη θεωρείται για τη μυστηριακή λατρεία αντίθετη τού επόπτης και σημαίνει αυτόν που κλείνει τα μάτια, σημασία που είναι κάπως ανεξήγητη. Πιθανώς η λέξη να σήμαινε αυτόν που κλείνει τα μάτια και τα αφτιά [ΠΡΟΣΘΗΚΗ: ή το στόμα] με την έννοια ότι δεν θα επαναλάβει, δεν θα αποκαλύψει ό,τι είδε και άκουσε στον χώρο που τελείται η μυστηριακή λατρεία. Η λέξη, πάντως, είχε αυτή τη διφορούμενη σημασία που αρμόζει σε λέξεις σχετικές με μυστήρια και μυστηριακές λατρείες.
Από τη σημασία του μυημένου, πέρασε στη σημασία του ιεροφάντη και του τέλειου γνώστη, του επαΐοντος / του ειδήμονα.
Από την άλλη, η σημασία του adept ξεκινά από το λατινικό adeptus, που είναι ο «φτασμένος». Λέει (περίπου) στο OED: In medieval Latin 'adeptus' was used as a noun and assumed by alchemists that professed to have attained the great secret. In English the Latin form was at first used, with pl. adepti.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν ταυτίζονται οι χρήσεις των δύο λέξεων. Κάπου μπορεί να ταιριάζει ο μύστης, κάπου ο φτασμένος, κάπου ο αριστοτέχνης και ο δεξιοτέχνης. Αλλού πάλι χρειάζεται επίθετο. Αλλά εκεί που αρχίζουν οι ζώνες και τα νταν, δεν μπορώ να βοηθήσω.