Αιφνιδιαστικός – αιφνίδιοςΑιφνιδιαστικός είναι αυτός που γίνεται με πρόθεση να αιφνιδιάσει. Η λέξη παράγεται από το μεσαιωνικό ρήμα
αιφνιδιάζω (< επίθ. αιφνίδιος, -ον). π.χ. ο γενικός γραμματέας πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίσκεψη στις υπηρεσίες της αρμοδιότητάς του.
Αιφνίδιος [επίθ. της αρχαίας < χρον. επίρρ. αίφνης = ξαφνικά] είναι ο ξαφνικός, ο απρόβλεπτος.
Αντώνυμα: προγραμματισμένος, αναμενόμενος. π.χ. λόγω της αιφνίδιας διακοπής του ρεύματος ματαιώθηκε η συναυλία.
Πηγή:
http://www.asprilexi.com/lexeis_sub.asp?id=26&range=1