drag one's heels → κωλοβαράω, καθυστερώ, κωλυσιεργώ, πάω με το πάσο μου, αργώ επίτηδες, σέρνω τα πόδια μου, καθυστερώ επίτηδες, χρονοτριβώ, χασομεράω, σέρνομαι, δρω αναποτελεσματικά, δείχνω απροθυμία




 

Search Tools