ελλιπής ή
ελλειπής; Η λέξη γράφεται με -ι- (ελλιπής),
γιατί σχηματίζεται από το θέμα τού αορίστου (το ασθενές θέμα: αρχ. αόρ. β’
έ-λιπ-ον) και όχι από το θ. τού ενεστώτα που είναι -ει- (ελ-λείπω, έλ-λειψη). Έχουμε δηλ. ελ-λείπ-ω (θ. λεητ-) και παράλειψη, λειψανδρία, έκλειψη, και ελ-λιπ-ής (θ. λιπ-) λιπ-όθυμος, λιπ-οτάκτης, ανελ-λιπ-ώς κλπ., πβ. και πείθ-ω (πειθώ, πειθήνιος, πειστικός, πειθαρχία), αλλά πιθ-ανός, (*πιθ-τος >) πιστός κ.λπ.· μειγ-νύω και μείξη, αλλά μιγ-άς, συμ-μιγής (βλ. λ. αναμειγνύω). Ας διασαφηθεί εδώ ότι το ελλιπής είναι τελείως διαφορετικό από το ελλειπτικός τόσο στη σημασία (ελλειπτικός είναι ο έχων έλλειψη ή ελλείψεις) όσο και στην παραγωγή (το ελλειπτικός παράγεται από το ισχυρό θ. λειπ- και όχι από το ασθενές λιπ- τού ελλιπής).
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη ελλιποβαρής, -ής, -ές
λιποβαρής (βλ.λ.): ~ νεογνό.
[ΕΤΥΜ. < λιποβαρής (βλ.λ.)
κατ' επίδρ. τού ελλιπής]. ελλοβόκαρπος, -η, -ο BOT. (δικοτυλήδονο θαμνώδες ή
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη ελλιποβαρής - Βικιλεξικό