Translation - Μετάφραση
Translation Assistance => Greek monolingual forum => Topic started by: Frederique on 18 Feb, 2012, 11:10:30
-
διαπερατός & διαπεραστικός
διαπερατός -ή -ό [δiaperatós] Ε1 : που μπορεί κάποιος ή κτ. να τον διαπεράσει: Πετρώματα μη διαπερατά από το νερό.
[λόγ. < αρχ. διαπερα- (διαπερῶ) `διαπερνώ΄ -τός μτφρδ. γαλλ. perméable]
διαπεραστικός -ή -ό [δiaperastikós] Ε1 : που γίνεται έντονα αισθητός: Διαπεραστικό ψύχος. Διαπεραστική οσμή. ~ πόνος. || Διαπεραστική ματιά. Διαπεραστικό βλέμμα. || (για ήχο) που είναι οξύς και ενοχλητικός: Mια διαπεραστική φωνή / κραυγή. διαπεραστικά ΕΠIΡΡ.
[λόγ. < αρχ. διαπερασ- (διαπερῶ) `διαπερνώ΄ -τικός μτφρδ. γαλλ. pénétrant]
-
Frederique,
Όσο πιο διαπεραστικός είναι αυτός που διαπερνά/διαπερά τόσο ευκολότερα διαπερνιέται/διαπεράται ο διαπερατός... :-)