i bara mässingen → ολόγυμνος, ξεβράκωτος, ξεβράκωτη, γυμνός, γδυτός, τσιτσίδι, τσίτσιδος, τσίτσιδη, τσίτσιδο, ολοτσίτσιδος, όπως τον γέννησε η μάνα του, θεόγυμνος, με αδαμιαία περιβολή, όπως τη γέννησε η μάνα της, εν αδαμιαία περιβολή, θεόγδυτος
spiros ·
1 · 231