κοιμάμαι τον ύπνο του δικαίου
ρίχνω τον ύπνο του δικαίου
δίκαιος -η / -α -ο [δíkeos] Ε5, Ε6 : ANT άδικος. 1. (για πρόσ.) που ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση όλοι να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα και να μοιράζονται τις ίδιες υποχρεώσεις: Είναι ~ στην κρίση του. ~ δικαστής / κριτής / εξεταστής. Ο Θεός είναι ~. || (ως ουσ.) ο δίκαιος. (έκφρ.) επί δικαίους και αδίκους, σε όλους γενικά είτε δικαιούνται ή αξίζουν κτ. είτε όχι. κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, βαθιά και ήρεμα και ως ΦΡ για κπ. που εφησυχάζει, που μένει ανυποψίαστος για κτ. που γίνεται εις βάρος του. 2. για κτ. που είναι σύμφωνο με το δίκαιο, που είναι ενέργεια δίκαιου ανθρώπου: Δίκαιη κρίση / απόφαση / τιμωρία. Πρέπει να γίνει δικαιότερη κατανομή του πλούτου, ώστε να μην απολαμβάνουν οι λίγοι εις βάρος των πολλών. || Tο δίκαιο είναι να
, το σωστό, το πρέπον. || για κτ. που το αξίζει κάποιος, που γίνεται ή που δίνεται κατ΄ αξίαν: ~έπαινος. Είναι δίκαιη η αναγνώριση της προσφοράς του. || (ως ουσ.) το δίκαιο*. δίκαια ΕΠIΡΡ: Tο δικαστήριο έκρινε ~. Mοίρασε ~ την περιουσία στα παιδιά του και δεν αδίκησε κανένα. Ο δάσκαλος βαθμολόγησε ~.δικαίως ΕΠIΡΡ α. (λόγ.) με δίκαιο τρόπο, δίκαια. β. δικαιωματικά ή δικαιολογημένα: ~ πήρε το πρώτο βραβείο. Διαμαρτύρεται και πολύ ~. (έκφρ.) ~ ή αδίκως, για να δηλώσουμε ότι δεν εξετάζουμε αν κτ. έπρεπε να γίνει ή όχι: ~ ή αδίκως βγήκε αυτή η απόφαση, δική μας υποχρέωση είναι να τη σεβαστούμε.
[λόγ. < αρχ. δίκαιος, δικαίως]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη