Ντίνος Χριστιανόπουλος, Δημάς
Δημάς Παύλω δεσμίω εν Ρώμη· χαίρειν.
Είναι η τέταρτη φορά που επιχειρώ να σας γράψω,
μέσα σε τούτο το πολυθόρυβο μπαρ με το ράδιο να παίζει σουίνγκ
και το κορίτσι να με κοιτάει παραξενεμένο.
Συχνά θυμούμαι την εν Χριστώ ζωή, τους αδελφούς εν Κυρίω,
με ταράζει η νοσταλγία, με διαλύει.
Όλοι με θεωρούν ευτυχισμένο καθώς με βλέπουν με το χακί,
το περίστροφο στα δεξιά, να βαδίζω γεμάτος αυτοπεποίθηση,
στην Μπάρα, στα θέατρα, στα ζαχαροπλαστεία, στα γυμναστήρια.
Όμως νιώθω καλά την τερηδόνα που προχωρεί.
Τι τα θέλετε, κύριε, τι τα θέλετε,
εμείς που γνωρίσαμε μικροί τον Χριστό ζούμε τώρα τη θλίψη·
χάσμα γαρ μέγα εστήρικται μεταξύ ημών και υμών.
Όπου να γυρίσω, με σκοτώνει το παράπονό σας:
Δημάς με εγκατέλιπεν αγαπήσας τον νυν αιώνα.
Κι όμως νιώθω παράταιρος μέσα στον κόσμο αυτό,
σαν κλασική μουσική σε ταβέρνα.
Κι όταν ανοίγω το αλμπούμ με τα εικόνια που μας κάμναν
πλανόδιοι ζωγράφοι σ’ εξορμήσεις ιεραποστολικές,
δεν ξέρω αν θα ’θελα να επιστρέψω, είναι τόσο οδυνηρή
η εποχή της φρόνησης, θα ’θελα μόνο
να ξεριζώσω με τα χέρια μου τη μνήμη.
Τάχα να βάλω πια τις χώρες μου σε κάποια τάξη;
Και πώς μες στ’ αδιέξοδο έξοδο νάβρω;
Από τη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950)