Θα ήθελα να κάνω εδώ δύο παρατηρήσεις για τις ξένες λέξεις και φράσεις (π.χ. γαλλικές, λατινικές) όταν μεταφράζουμε από τα αγγλικά στα ελληνικά.
1. Στα αγγλικά κείμενα οι ξένες λέξεις και φράσεις γράφονται κατά κανόνα με πλάγια γράμματα. Στα ελληνικά, είτε τις μεταφράζουμε είτε τις αφήνουμε αμετάφραστες, δεν κρατάμε τα πλάγια γράμματα. Έχω κάνει διορθώσεις (λογοτεχνίας κυρίως) όπου ο μεταφραστής, νομίζοντας ίσως ότι τα πλάγια γράμματα δηλώνουν έμφαση, διατήρησε τα πλάγια (και την ανύπαρκτη έμφαση) στα ελληνικά.
2. Πότε τις μεταφράζουμε;
Αν πρόκειται για λέξη ή έκφραση που είναι συνηθισμένη στα αγγλικά και δεν είναι το ίδιο συνηθισμένη στα ελληνικά, καλύτερα να τη μεταφράσουμε.
Π.χ. το «de facto», που θεωρώ ότι είναι το ίδιο συνηθισμένο και στις δύο γλώσσες, είτε το μεταφράζουμε είτε το αφήνουμε αμετάφραστο και δεν το εξηγούμε.
Ωστόσο, σε μια αρκετά καλή μετάφραση ενός βιβλίου του Τζούλιαν Μπαρνς που διάβασα αυτές τις μέρες (Ο διανοούμενος στην κουζίνα), θεώρησα μάλλον ατυχές που δεν είχε μεταφραστεί η έκφραση idées fixes («αλλά κι εκείνοι ακόμα έχουν μερικές idées fixes», με σημείωση της μεταφράστριας «Γαλλικά στο κείμενο: έμμονες ιδέες»). Μπορεί να είναι γαλλικά και να γράφεται με πλάγια γράμματα, αλλά η χρήση της από τους Άγγλους δεν σημαίνει κάτι το ιδιαίτερο που πρέπει να διαφυλάξουμε. Θα αρκούσε «...μερικές έμμονες ιδέες».
Αξίζει να διαφυλάξουμε την ξένη λέξη ή φράση (και συνήθως, αλλά όχι απαραιτήτως, να την εξηγήσουμε σε σημείωση) αν δηλώνει κάτι ξεχωριστό: μια ειδική έμφαση, μια χαριτωμενιά, μια επιτήδευση, μια πινελιά αυθεντικότητας.
Μιλάει κάπου στο τέλος για έναν ποιητή στο Μονπαρνάς. «Έζησε σ’ ένα δωμάτιο που έβλεπε σ’ έναν δρόμο, όπου υπήρχε μία boulangerie». (Το περίσσιο κόμμα και το «μία», της μεταφράστριας.) Και πάλι υπήρχε σημείωση. Εδώ δεν μ’ ενόχλησε τόσο η διατήρηση του γαλλικού αν θεωρηθεί κάτι σαν επίδειξη γαλλικών από τον Μπαρνς, αλλά είναι πράγματι; Αποτελεί επιτήδευση; Αποτελεί την ίδια επιτήδευση που μας φαίνεται στα ελληνικά; Μήπως είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι με αυτά τα γαλλικά ώστε να μπει απλώς «μπουλανζερί»; Ή έστω, βέβαια, «αρτοποιείο»;
Στην αρχή του βιβλίου, διαβάζω: «
όπως εκείνη η εφημερίδα του Παρισιού γύρω στο 1900, που τυπωνόταν σε βουλκανισμένο χαρτί, έτσι ώστε οι μαραζωμένοι boulevardiers* να μπορούν να τη διαβάζουν στο μπάνιο». Εδώ νομίζω ότι η χαριτωμενιά θα διατηρούνταν άψογα με το «δικό» μας «βουλεβαρδιέροι».
Λεπτομέρειες, βεβαίως, ιδιαίτερα όταν ο υπόλοιπος χειρισμός των ξένων λέξεων γίνεται μάλλον εύστοχα και χωρίς να κουράζει.
Έχετε άλλες ιδέες και εμπειρίες πάνω σ' αυτό θέμα;
(Μια παρατήρηση, σε περίπτωση που η καλή μεταφράστρια περνάει από τα λημέρια μας: Ο Φίλιπ Λάρκιν ήταν Εγγλέζος, μέχρι τα μπούνια.)