loop → βρόχος, βρόχος υστέρησης, λούπα, (εσφ.) βρόγχος, θηλιά, κύκλωμα, καμπύλη, στροφή, κουλούρα, δακτύλιος, κρίκος, ανακύκληση, ανακύκλωση, λούπινγκ, βρόχος, παρακαμπτήρια γραμμή, πολεμίστρα, αγκύλη του Henle, επαναλαμβάνομαι, κλείνω το κύκλωμα, τυλίγω, σχηματίζω θηλιά, σφίγγω με θηλιά, παίζω σε λούπα, λουπάρω, κάνω loop, κάνω λούπα, κάνω ελιγμό ανακύκλωσης, κάνω τούμπα, κάνω σβούρα, κάνω ανακύκληση, κάνω ελιγμό ανακύκλησης
F_idάνι ·
45 · 20058