Θωμά, ήρθε η ώρα να συνεχίσω τη συζήτηση που ξεκίνησες σ’ αυτό το νήμα (το οποίο νομίζω ότι πρέπει να πάει στην πλησιέστερη ενότητα που είναι η Linguistic Discussion εφόσον ακόμα δεν υπάρχει ενότητα Terminology). Είχα δει την ανάρτησή σου, αλλά ήθελα πρώτα να κάνω δύο ειδικές αναρτήσεις πριν απαντήσω στους προβληματισμούς σου. Ανάρτησα λοιπόν (στην υπόψη ενότητα):
1. τις
διαγλωσσικές Αρχές Σχηματισμού Όρων (κατά ISO) και
2. τους
Μηχανισμούς σχηματισμού ελληνικών όρωνκαι καλώ τους φίλους που θέλουν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν τη συζήτηση να διαβάσουν πρώτα αυτά τα δύο κείμενα, γιατί αυτά αποτελούν δύο
θεμελιακά κείμενα του πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται η σύγχρονη οροδοσία σε διαγλωσσικό και σε ενδογλωσσικό (ελληνικό) επίπεδο. Ολόκληρο το πλαίσιο καλύπτεται από μια σειρά
Διεθνή Πρότυπα (
ISO) και τα αντίστοιχά τους
Ελληνικά Πρότυπα (
ΕΛΟΤ). Σ’ αυτό το πλαίσιο – που καθορίζει το «οριζόντιο» θεματικό πεδίο <
Ορολογία> και μεταφέρεται στην ελληνική γλώσσα από την Τεχνική Επιτροπή ΕΛΟΤ-ΤΕΕ/ΤΕ21 – κινούνται οι
επιτροπές και
ομάδες (της ΕΛΕΤΟ και του ΕΛΟΤ) που ασχολούνται με την
ορολογία των ειδικών θεματικών πεδίων και σ’ αυτό το πλαίσιο θα προσπαθήσουμε κινηθεί και η συζήτηση εδώ.
Μια άλλη Αρχή της <Ορολογίας>, που αναγράφεται στα Πρότυπα (ISO 704 – ΕΛΟΤ 402), αλλά δεν έχει κωδικοποιηθεί στο παραπάνω κείμενο 1. (γιατί δεν αποτελεί
κριτήριο σχηματισμού όρων), που θα μπορούσε, όμως, να περιληφθεί με τον αριθμό 0 (
Μηδενική Αρχή) είναι ότι:
Αν για μια έννοια έχουμε ήδη όρο ο οποίος πληροί τις Αρχές Σχηματισμού Όρων και ικανοποιεί την κοινότητα των ειδικών του θεματικού πεδίου δεν δημιουργούμε και άλλον όρο, συνώνυμό του. Τα
συνώνυμα «επιβαρύνουν τη μνήμη» και μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση. Η <Ορολογία> αποδέχεται και ορισμένα συνώνυμα σε περιπτώσεις όπου αυτά ήδη υπάρχουν, αλλά αποφεύγει να δημιουργεί άλλα εκεί όπου δεν χρειάζεται. Εκεί όπου χρειάζεται, δηλαδή σε περιπτώσεις π.χ. λανθασμένων ή προβληματικών όρων, δημιουργεί νέους όρους με την προοπτική να αντικαταστήσουν τους παλιούς.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο – και όχι ως αυτοσκοπός – η «γλωσσοπλασία» της ελληνικής λειτουργεί πλήρως και δίνει έξοχα αποτελέσματα. Όροι όπως
διεπαφή (interface),
μορφότυπο (format),
περιαγωγή (roaming),
νωτεπίνωτος (back-to-back),
κινητότητα (mobility),
αντικειμενοστρεφής (object-oriented),
δυφίο (bit),
δυφιηδόν (bitwise),
δυφιοστρέφεια (bit orientation),
δυφιοδιαφάνεια (bit tranparency),
δυφιοοκτάδα (eight-bit byte, octet),
δυφιόρρευμα (bitstream),
στοιχειοσειρά (string),
χαρακτηροσειρά (character string),
συμβολοσειρά (symbol string),
κεραιοσυστοιχία (antenna array),
επιγραμμικός (online),
διακωδίκευση (transcoding),
ακτινοβολία (radiation),
ακτινοβόληση (radiance),
ακτινοβόλιση/ακτινοβολισμός (irradiance),
εννοιοδιάγραμμα (concept diagram) δεν θα έλεγε κανένας ότι
δεν αξιοποιούν την γλωσσοπλαστική ικανότητα της ελληνικής...
Ας έρθουμε στη
φυγοκέντριση για την οποία έγινε συζήτηση σε σχετικό νήμα του Translatum (
https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=82246.0) και αφορμή για το παρόν νήμα. Σ’ αυτήν τη εργαστηριακή διεργασία εκμεταλλευόμαστε τη
φυγόκεντρο (
δύναμη) υποβάλλοντας σε ταχεία
περιστροφή ένα δοκίμιο (π.χ. ένα δοχείο με κάποιο διάλυμα). Οι
όροι (ρήμα και στη συνέχεια ουσιαστικό) προέρχονται με
παραγωγή από το όνομα
φυγόκεντρος (είτε ως
επίθετο, είτε ως
ουσιαστικοποιημένο επίθετο), δηλαδή με θέμα
φυγοκεντρ- και αντίστοιχη
παραγωγική κατάληξη. Υπάρχουν πολλές δυνατότητες παραγωγής. Τέσσερις από τις πλέον συχνές είναι οι ακόλουθες:
Πρωτότυπη λέξη Παρ. κατάληξη Ρήμα (μεταβατικό) Ουσιαστικό (ενέργεια) παράγωγο του ρήματοςφυγόκεντρ-ος - ώ (< -άω) φυγοκεντρώ (-άω) φυγοκέντρ-ηση
φυγόκεντρ-ος - ώ (< -έω) φυγοκεντρώ (-έω) φυγοκέντρ-ηση
φυγόκεντρ-ος - ώνω (< -όω) φυγοκεντρώνω φυγοκέντρ-ωση
φυγόκεντρ-ος - ίζω φυγοκεντρίζω φυγοκέντρ-ισηΚαι οι τέσσερις παραπάνω δυνατότητες είναι αποδεκτές, αφού υπάρχουν παραδείγματα (παραγωγής από όνομα),
τουλάχιστον ένα από την καθεμιά, που λειτουργούν ήδη στη γλώσσα, όπως π.χ.:
κόλλα > κολλώ (-άω) > κόλληση
κάτοικος > κατοικώ (-έω) > κατοίκηση
άκυρος > ακυρώνω > ακύρωση
θώρακας > θωρακίζω > θωράκισηΚαι οι τέσσερις, καταρχήν, δεν έρχονται σε εμφανή σύγκρουση με καμιά από τις
7 αρχές σχηματισμού όρων:
Διαφάνειας,
Συνέπειας,
Καταλληλότητας,
Οικονομίας,
Παραγωγικότητας,
Ορθότητας και
Εντοπιότητας.
Τώρα, για το κριτήριο που χρησιμοποιήθηκε από τους πρώτους ονοματοθέτες του όρου
φυγοκέντριση, που χρησιμοποιούνταν από παλιά (τη δεκαετία του ’60 και πριν από αυτήν), ώστε να επιλέξουν την τελευταία από τις παραπάνω δυνατότητες (δηλαδή το ρήμα σε
-ίζω), μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Από διαίσθηση, θα έλεγα ότι ίσως να επηρεάστηκαν έντονα από το – χαρακτηριστικό για την
έννοια – φαινόμενο της
περιστροφής που καθημερινά αποδίδεται με το κοινότατο ρήμα
στριφογυρ-ίζω (<
στρέφω +
γυρίζω). Πράγματι, στην διεργασία της φυγοκέντρισης
στριφογυρίζουμε το δοκίμιο, ώστε να εκδηλωθεί και να «δράσει» η
φυγόκεντρος δύναμη (ως φυσικός, δεν μπορώ εδώ να μην επισημάνω ότι η δύναμη αυτή δεν υπάρχει ούτε και η «δράση» της· είναι δύναμη φανταστική και το φαινόμενο δεν είναι παρά η εκδήλωση της αδράνειας της ύλης· αλλά κάποιες φορές «μας βολεύει» να την αντιμετωπίζουμε σαν πραγματική δύναμη). Αφού, λοιπόν,
στριφογυρ-ίζω το δοκίμιο για να υποστεί τη δράση της
φυγοκέντρου, αβίαστα μου ...έρχεται το ρήμα
φυγοκεντρ-ίζω!
Μπορώ, όμως, να πω με βεβαιότητα, ότι αν
σήμερα κληθούμε, από
μηδενική βάση, να επιλέξουμε
μόνο μία από τις παραπάνω δυνατότητες, η μόνη
αρχή που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να τις αξιολογήσουμε είναι η
Αρχή της Καταλληλότητας. Βάσει της αρχής αυτής, προσωπικά θα απέκλεια με τη σειρά την πρώτη και τη δεύτερη, γιατί το ρήμα
φυγοκεντρ-ώ δεν έχει έντονο το χαρακτηριστικό της μεταβατικότητας (έναντι των
φυγοκεντρ-ώνω και
φυγοκεντρ-ίζω) ενώ η διεργασία της φυγοκέντρισης είναι
έντονα μεταβατική (δηλαδή
φυγοκεντρ-ώ θα μπορούσε να σημαίνει «
εγώ φεύγω από το κέντρο ή
αποφεύγω το κέντρο» και όχι «
αναγκάζω κάτι άλλο (
με την επίδραση της φυγοκέντρου)
να φύγει από το κέντρο», ήδη έχουμε τα παραδείγματα των αμετάβατων ρημάτων
φυγοδικώ (<
φυγόδικος <
φεύγω +
δίκη),
φυγοπονώ (<
φυγόπονος <
φεύγω +
πόνος),
φυγομαχώ (<
φυγόμαχος <
φεύγω +
μάχη).
Στη συνέχεια, από τα
φυγοκεντρ-ώνω και
φυγοκεντρ-ίζω, θα δεχόμουν και τα δύο· εάν όμως επρόκειτο να επιλέξω οπωσδήποτε
ένα από τα δύο μάλλον θα απέκλεια το πρώτο, γιατί υπάρχουν και ρήματα με δεύτερο συνθετικό -
κεντρώνω (
συγ-κεντρώνω, από-κεντρώνω, επι-κεντρώνω) και αυτό – λανθασμενα – θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτής της κατηγορίας, δηλαδή απευθείας σύνθετο από τις λέξεις
φυγή και
κέντρο και όχι ως παράγωγο από τη
φυγόκεντρο.
Ύστερα από τα παραπάνω, Θωμά, διαπιστώνω ότι ο ονοματοθέτης που υιοθέτησε την
φυγοκέντριση πριν από μισό αιώνα και περισσότερο (είτε με τη διαίσθησή του είτε μετά από λεπτομερή ανάλυση) έκανε μια πολύ
εύστοχη οροδοσία· και μάλιστα η διάδοση του όρου ήταν σε τέτοιο βαθμό ευρεία ώστε να τον περιλάβουν ακόμα και τα γενικά λεξικά. Το ερώτημα είναι πώς και γιατί εμφανίστηκε και η
φυγοκέντρηση (με ήτα). Προσωπικά, πιστεύω ότι το πιο πιθανό είναι να λειτούργησε ο συχνός μηχανισμός:
σφάλμα → μίμηση/επανάληψη → διάδοσηόπου ως «
σφάλμα» εννοείται η
απόκλιση – συχνά εκ
παραδρομής ή από
άγνοια – από το
τυπικά αναγνωρισμένο, το οποίο είναι το «ορθό». Γράφει π.χ. για πρώτη φορά ένας συγγραφέας βιβλίου Χημείας:
φυγοκέντρηση (με ήτα). Το διαβάζουν πολλοί αναγνώστες. Όσοι από αυτούς γνωρίζουν ήδη
τον όρο που υπάρχει (δηλαδή την γραφή με γιώτα) θα σκεφτούν «
Α, εδώ είναι λάθος!» και θα το αγνοήσουν, αποδίδοντας το λάθος στα «γνωστά κουσούρια» πολλών ελληνικών βιβλίων. Όσοι, όμως, δεν έχουν σαφή γνώση του όρου που ήδη υπάρχει θα θεωρήσουν ότι
έτσι είναι ο όρος, θα τον
χρησιμοποιήσουν και αυτοί σε δικά τους κείμενα και θα τον
διαδώσουν ευρύτερα. Μια τέτοια
αλλαγή ασφαλώς και έχει
λόγο (
αιτία) που γίνεται (και ο
λόγος αυτός είναι το αρχικό
σφάλμα), χωρίς όμως να υπάρχει
λόγος (
δικαιολογία) για να γίνει· δηλαδή αυτή η αλλαγή είναι
αιτιολογημένη μεν αδικαιολόγητη δε (βλέπε και
λόγος σημασίες 10α και 10β στο ΛΚΝ). Προσωπικά, δεν θεωρώ ότι στην πρώτη εμφάνιση της
φυγοκέντρησης (με ήτα) υπήρξε καμιά
γλωσσοπλαστική παρέμβαση, συνειδητή ή όχι. Πιο εύκολα μπορώ να δεχτώ λάθος (με την έννοια που είπα παραπάνω) από
παραδρομή,
άγνοια ή
αμέλεια, ... και λιγότερο
σκοπιμότητα και
πρόθεση (δηλ. «
εγώ θα το γράφω με ήτα κι ας λένε τα λεξικά ό,τι θέλουν...».
Έρχομαι, τώρα, Θωμά, στο άλλο θέμα που έθεσες (
και που κακώς θεώρησες ότι ...θα μου σηκωθεί η τρίχα :-)).
Όλοι οι υποψήφιοι όροι εξετάζονται. Απλώς, εξετάζονται μέσα στο πλαίσιο των
αρχών σχηματισμού όρων και των
μηχανισμών της ελληνικής γλώσσας. Η σοβαρή ορολογική δουλειά, όμως, δεν γίνεται αποσπασματικά (όπως δυστυχώς κάνουμε συχνά συνήθως υπό την πίεση του χρόνου). Γίνεται στο πλαίσιο των
συστημάτων εννοιών του
θεματικού πεδίου. Δεν εξετάζεται π.χ. μεμονωμένα η
phagocytosis αλλά και η
endocytosis και η
exocytosis και η
pinocytosis και τα αντίστοιχα ρήματα και επίθετα.
Οι ορισμοί (Webster’s) είναι:
endocytosis → the transport of solid matter or liquid into a cell by means of a coated vacuole or vesicle (distinguished from exocytosis). Cf. phagocytosis, pinocytosis. — endocytic, endocytotic adj.
exocytosis → the transport of material out of a cell by means of a sac or vesicle that first engulfs the material and then is extruded through an opening in the cell membrane (distinguished from endocytosis). – exocytotic adj.
phagocytosis → endocytosis of microorganisms or cell fragments (ο ορισμός σου)
phagocytosis → the ingestion of a smaller cell or cell fragment, a microorganism, or foreign particles by means of the local infolding of a cell's membrane and the protrusion of its cytoplasm around the fold until the material has been surrounded and engulfed by closure of the membrane and formation of a vacuole: characteristic of amebas and some types of white blood cells. Cf. endocytosis, exocytosis, pinocytosis.
pinocytosis → the transport of fluid into a cell by means of local infoldings by the cell membrane so that a tiny vesicle or sac forms around each droplet, which is then taken into the interior of the cytoplasm. [1931; < Gk pin(ein) to drink + -O- + -CYTE + -OSIS, on the model of PHAGOCYTOSIS]Αφού οι όροι αυτοί μεταφέρθηκαν στα ελληνικά ως
μεταφραστικά δάνεια από τους ξενόγλωσσους
ελληνογενείς όρους (χαρακτηριστικά γράφεις: η μετάφρασή τους «
δεν παρουσιάζει καμία δυσχέρεια») και έχουν ήδη καθιερωθεί και χρησιμοποιούνται από τους ειδικούς της κοινότητας της ιατρικής και της βιολογίας ως
ενδοκυττάρωση, εξωκυττάρωση, φαγοκυττάρωση και
πινοκυττάρωση, με όρους που είναι
ονόματα ουσιαστικά που σημαίνουν
ενέργεια, κάλλιστα μπορούν να θεωρηθούν τα
ρήματα της
ενέργειας:
ενδοκυτταρώνω, εξωκυτταρώνω, φαγοκυτταρώνω και
πινοκυτταρώνω (
και ...δεν μου σηκώνεται η τρίχα!) και μάλιστα
από τα ρήματα θα ήταν καλύτερα να ξεκινήσει η συγκεκριμένη οροδοσία.
Επειδή, όμως, συζητάμε για
αρχές και
γλωσσικούς μηχανισμούς,
τέτοιες αρχές και
μηχανισμοί, ενώ δεν έχουμε απαίτηση να έχουν εφαρμόσει στους ξενόγλωσσους όρους που τους δημιούργησαν, από ελληνικά μορφήματα, ξένοι ονοματοθέτες χωρίς να είναι καλοί γνώστες της ελληνικής,
πρέπει να εφαρμόζονται από τους Έλληνες ονοματοθέτες όταν οι όροι αυτοί έρχονται στην ελληνική και σχηματίζονται οι
ισοδύναμοι ελληνικοί όροι.
Μια και το θέμα είναι η
γλωσσοπλασία της ελληνικής, ας δούμε τι θα προτείναμε
σήμερα για την περίπτωση της ελληνικής απόδοσης των παραπάνω αγγλικών ελληνογενών όρων. Πρώτα-πρώτα δεν θα χρησιμοποιούσαμε τα επιρρήματα
ένδον (
ενδο-) και
έξω (
έξω-), αλλά τις προθέσεις
εν και
εκ που δηλώνουν
κίνηση προς τα μέσα και
προς τα έξω, αντίστοιχα. Ο μηχανισμός σχηματισμού του ρήματος είναι:
εν + χώρος + κατάληξη που δείχνει μεταβατική ενέργεια, όπως στα παραδείγματα:
εν + κιβώτιο + -ίζω → εγκιβωτίζω (βάζω μέσα σε κιβώτιο), ουσιαστικό: εγκιβωτισμός
εν + θρόνος + -ίζω → ενθρονίζω (βάζω στον θρόνο), ουσιαστικό: ενθρόνιση
εν + θύλακας + -ώνω → ενθυλακώνω (βάζω μέσα στον θύλακα), ουσιαστικό: ενθυλάκωση
εν + ταμ(ι)είο + -εύω → ενταμιεύω (βάζω μέσα στο ταμείο), ουσιαστικό: ενταμίευσηκαι αντίστοιχα:
εκ + στόμα + -ίζω → εκστομίζω (βγάζω από το στόμα μου), ουσιαστικό: εκστόμιση
εκ + θρόνος + -ίζω → εκθρονίζω (βγάζω από τον θρόνο), ουσιαστικό: εκθρόνιση
εκ + παράθυρο + -ώνω → εκπαραθυρώνω (βγάζω από το παράθυρο), ουσιαστικό: εκπαραθύρωση
εκ + ταμ(ι)είο + -εύω → εκταμιεύω (βγάζω από το ταμείο), ουσιαστικό: εκταμίευσηΣτη συνέχεια, θα χρησιμοποιηθεί η λέξη
κύτταρο και ως κατάληξη, προσωπικά τουλάχιστον, θα επέλεγα μία από τις
-ώνω και
-ίζω. Για λόγους σύγκρισης με τους υπάρχοντες ήδη όρους, ας πάρουμε την πρώτη από τις δύο.
Επομένως, μια πρόταση της <Ορολογίας>, σήμερα, θα ήταν:
εν + κύτταρο + -ώνω → εγκυτταρώνω, ουσιαστικό: εγκυττάρωση, επίθ. εγκυτταρωτικός
εκ + κύτταρο + -ώνω → εκκυτταρώνω, ουσιαστικό: εκκυττάρωση, επίθ. εκκυτταρωτικός (προσοχή εδώ προφέρονται και τα δύο κάπα χωριστά!)Αφού, λοιπόν,
εγκυτταρώνονται διάφορα
στερεά (δηλαδή
φαγ-ητά) και
υγρά (δηλαδή
ποτ-ά) όταν το κύτταρο «
τρώει και πίνει» (!) τα αντίστοιχα
ρήματα-είδη θα μπορούσαν να είναι:
εγκυτταρώνω στερεά: φαγοεγκυτταρώνω, ουσ. φαγοεγκυττάρωση, επίθ. φαγοεγκυτταρωτικός και
εγκυτταρώνω υγρά: ποτοεγκυτταρώνω, ουσ. ποτοεγκυττάρωση, επίθ. ποτοεγκυτταρωτικόςΦυσικά, Θωμά, εφόσον οι όροι
ενδοκυττάρωση, εξωκυττάρωση, φαγοκυττάρωση και
πινοκυττάρωση είναι καθιερωμένοι, δεν προτείνω να αλλάξουν! Ανέφερα, όμως, τα παραπάνω για να δείξω ένα μικρό κομμάτι από την αξιοποίηση της
γλωσσοπλασίας της ελληνικής γλώσσας στο πλαίσιο της
ορολογικής εργασίας.