Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Κατ’ όναρ ναυτιλλόμενοι
«Ναι, έρχομαι ταχέως. Αμήν.
Ναι, έρχου, Κύριε Ιησού.»
Αποκάλυψη (κβ' 20)
Σπλαχνίσου, Κύριε, και φύλαξε όσους δεν ονειρεύονται.
Γεννήθηκαν μ’ ένα λυγμό κι άλλοι μ’ αράχνες
από μέσα.
Στη χλομάδα της έντρομης νεκρής
της ανθούσης αιθρίας τη γύρη ψιχάλισε.
Κι εσύ ζωγραφισμένο αμπαζούρ
–νυσταγμένη υπενθύμιση μιας μάταιης αναμονής–
τα βράδια φώτιζε των στερημένων.
Κολλάνε επάνω στη ζωή όπως οι πεταλίδες
και –πού το ξέρεις–
μπορεί και να μας πάρει ο ύπνος, λένε
και πόσο να παραμονεύεις το Θεό
του απολεσθέντος ήχου του εφημέριοι
πόσο την ουτοπία να χαρτογραφείς
τους όρθρους με χόρτο καμένο να ντύνεις;
Όχι πως ξέφυγα κι εγώ∙
πάντα σε υπόγειες αυλές
λιθόστρωτες αγάπες κυνηγούσα.
Πλην όμως
μ’ ένα κλαδί ροδακινιάς
ξόρκιζα την άπνοια του πάθους σε σεντόνια λινά.
Θέλω να πω πως υπέμεινα
σε διαδρόμους σκοτεινούς προχώρησα
και πίσω από πόρτες σφαλιστές έγινα η απόκριση.
Κι απόψε τι νομίζεις, όρθια για ώρες στην ουρά
θα περιμένω –συστημένο κι επείγον– να ταχυδρομήσω
το «έρχου»
Από τη συλλογή Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα (2004)