Το Ελληνικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών υιοθετεί τους όρους δισδιάστατος, τρισδιάστατος ως:
δισδιάστατος, η, ο δισ-δι-ά-στα-τος (επίθ. επιστ.): που έχει δύο διαστάσεις (μήκος και πλάτος), επίπεδος: ~ος: πίνακας/χώρος. ~η: απεικόνιση. ~α: γραφικά. βλ. -διάστατος [<αγγλ. twodimensional γερμ. zweidimensional]
τρισδιάστατος, η, ο: τρισ-δι-ά-στα-τος επίθ. (διεθν. συντομ. 3D): που έχει ή μοιάζει να έχει τρεις διαστάσεις (μήκος, πλάτος ύψος): ~ος: χάρτης/χώρος. ~η: απεικόνιση/εικόνα/μοντελοποίηση (π.χ. κτιρίων)/πραγματικότητα/ψηφιοποίηση (π.χ. μνημείων). ~: αντικείμενο, (εικονικό) περιβάλλον/μοντέλο (π.χ. εδάφους)/ολόγραμμα/σχέδιο/σχήμα, ~α: γραφικά. Τοπίο σε ~η μορφή. Βλ. μονο-, δισ-, πολυ-διάστατος. || κατ' επέκτ., που αναφέρεται στην -η προβολή: ~ος: κινηματογράφος. ~η οθόνη /τεχνολογία. || ~α: γυαλιά (: για την παρακολούθηση ~ων ταινιών). || ~ος: ήχος (: που γίνεται αντιληπτός από τον ακροατή σαν να προέρχεται από διαφορετικά σημεία του περιβάλλοντος χώρου (βλ. ντόλμπι) || μτφ. Είναι ~ (=πάρα πολύ καλός, ψηλός και γεροδεμένος)
Ενώ οι όροι διδιάστατος και τριδιάστατος δεν αναφέρονται άμεσα, αλλά έμμεσα.
-διάστατος, η, ο: λεξικό επίθημα για τη δήλωση του αριθμού των διαστάσεων: μονο~/δι(σ)~/τρι(σ)~||(μτφ.) πολυ~.
Τα προθήματα δι-, δί, δισ-, αλλά και τρι-, τρί-, τρισ- τα παρουσιάζει ως συνώνυμα. Ενώ αναφέρεται στα αρχαιοελληνικά δις, τρις με τη σημασία που γνωρίζουμε.
Απ' ό,τι καταλαβαίνω σύμφωνα με το λεξικό αν θέλουμε να πούμε διπλάσιων διαστάσεων τότε θα γράψουμε δις-διάστατος, ενώ αν γράψουμε δισδιάστατος τότε αυτό σημαίνει δύο διαστάσεων.
Τέλος, το λεξικό φτάνει μέχρι τετραδιάστατος.