figure → σχήμα, μορφή, περίγραμμα, ανθρώπινη μορφή, φυσιογνωμία, σωματικές αναλογίες, κορμοστασιά, σώμα, κορμί, σιλουέτα, εμφάνιση, εντύπωση, σημαίνον πρόσωπο, ήρωας, παράσταση, απομίμηση, άγαλμα, διάγραμμα, σχηματική παράσταση, απεικόνιση, έμβλημα, σύμβολο, αριθμητικό σύμβολο, ψηφίο, αριθμός, χρηματικό ποσό, τιμή, σχήμα συλλογισμού, τύπος συλλογισμού, φιγούρα, σχήμα λόγου, διακόσμηση, αναπαράσταση ανθρώπινης μορφής, χορευτική παραλλαγή, ρυθμικό σχήμα, ωροσκόπιο, αναπαριστώ, απεικονίζω, φαντάζομαι, απεικονίζω διαγραμματικά, κοσμώ, εμφανίζομαι επιδεικτικά, φιγουράρω, υπολογίζω
nmavor ·
9 · 780