carriage → μεταφορά, μεταφορικά, διακίνηση, κόμιστρα, ναύλος, μεταφορικά έξοδα, κόμιστρα, συμπεριφορά, τρόπος, όχημα, βαγονέτο, άμαξα, βαγόνι, βαγονέτο, κιλλίβαντας, κιλλίβαντας πυροβόλου, φορείο γραφομηχανής, σαριό, υπερψήφιση, τετράτροχη άμαξα, αμαξάκι μωρού, παράστημα, φορία
Thomas ·
5 · 3118