pasota → αδιάφορος, αρχιδογράφος, εγωιστικά αδιάφορος, ζαμανφού, ζαμανφουτίστας, ζαμανφουτιστής, ζαμανφουτιστικός, ζεμάν φου, ζεμανφουτίστας, ζεμανφουτιστικός, ζεμανφουτίστρια, σταρχιδιστής, ωχαδελφιστής, ωχαδερφιστής
spiros ·
1 · 180