at loose ends → άεργος, άεργη, άεργο, δεν έχω τι να κάνω, βαράω μύγες, σκυλοβαριέμαι, με αβεβαιότητα, σε αμηχανία, βαριεστημένος, προσωρινά άνεργος, χωρίς τίποτα να κάνω, χωρίς τίποτε να κάνω, χωρίς τίποτα να κάνει, χωρίς τίποτε να κάνει
spiros ·
1 · 170