When forty winters shall besiege thy brow, And dig deep trenches in thy beauty's field, Thy youth's proud livery so gazed on now, Will be a totter'd weed of small worth held: Then being asked, where all thy beauty lies, Where all the treasure of thy lusty days; To say, within thine own deep sunken eyes, Were an all-eating shame, and thriftless praise. How much more praise deserv'd thy beauty's use, If thou couldst answer 'This fair child of mine Shall sum my count, and make my old excuse,' Proving his beauty by succession thine! This were to be new made when thou art old, And see thy blood warm when thou feel'st it cold.
| Όταν σαράντα χειμωνιές δείρουν το μέτωπο σου, Κι αυλάκια σκάψουν στον αγρό, βαθιά, της ομορφιά σου, Αυτή της νιότης σου η λαμπρή στολή, που βλέπω τώρα, Τριμμένο ρούχο θα γενεί με λίγη αξία, στοχάσου. Και τότε, αν σε ρωτήσουν πού πήγε η ομορφιά σου, Των ανθισμένων σου ημερών όλος ο θησαυρός Θα δουν μέσα στα μάτια σου, που θα ‘ναι βουλιαγμένα Του μαρασμού σου τη ντροπή για έπαινό σου. Μα πόσους επαίνους θα άξιζε της ομορφιάς σου η χρήση, Αν θα μπορούσες να έλεγες: Το όμορφο αυτό παιδί μου Την ηλικία μου συγχωρεί, το χρέος μου ξεπληρώνιε, Τα νιάτα κληρονόμησε και την ωραία μορφή μου. Το νέο πλάσμα θα αυτό, όταν εσύ παλιώεις, Το κρύο τότε το αίμα σου, θερμός σε αυτό θα νιώσεις.
|