Andenken
Der Nordost wehet, Der liebste unter den Winden Mir, weil er feurigen Geist Und gute Fahrt verheißet den Schiffern. Geh aber nun und grüße Die schöne Garonne, Und die Gärten von Bourdeaux Dort, wo am scharfen Ufer Hingehet der Steg und in den Strom Tief fällt der Bach, darüber aber Hinschauet ein edel Paar Von Eichen und Silberpappeln;
Noch denket das mir wohl und wie. Die breiten Gipfel neiget Der Ulmwald, über die Mühl, Im Hofe aber wächset ein Feigenbaum. An Feiertagen gehn Die braunen Frauen daselbst Auf seidnen Boden, Zur Märzenzeit, Wenn gleich ist Nacht und Tag, Und über langsamen Stegen, Von goldenen Träumen schwer, Einwiegende Lüfte ziehen.
Es reiche aber, Des dunkeln Lichtes voll, Mir einer den duftenden Becher, Damit ich ruhen möge; denn süß Wär unter Schatten der Schlummer. Nicht ist es gut, Seellos von sterblichen Gedanken zu sein. Doch gut Ist ein Gespräch und zu sagen Des Herzens Meinung, zu hören viel Von Tagen der Lieb, Und Taten, welche geschehen.
Wo aber sind die Freunde? Bellarmin Mit dem Gefährten? Mancher Trägt Scheue, an die Quelle zu gehn; Es beginnet nämlich der Reichtum Im Meere. Sie, Wie Maler, bringen zusammen Das Schöne der Erd und verschmähn Den geflügelten Krieg nicht, und Zu wohnen einsam, jahrlang, unter Dem entlaubten Mast, wo nicht die Nacht durchglänzen Die Feiertage der Stadt, Und Saitenspiel und eingeborener Tanz nicht.
Nun aber sind zu Indiern Die Männer gegangen, Dort an der luftigen Spitz An Traubenbergen, wo herab Die Dordogne kommt, Und zusammen mit der prächtgen Garonne meerbreit Ausgehet der Strom. Es nehmet aber Und gibt Gedächtnis die See, Und die Lieb auch heftet fleißig die Augen, Was bleibet aber, stiften die Dichter.
| Ανάμνηση
Άνεμος βορειοανατολικός φυσά, Ο των ανέμων προσφιλέστερος Σ' εμέ, καθόσον πνεύμα φλογερό Υπόσχεται στους ναυτικούς και πλουν καλόν. Πήγαινε όμως και χαιρέτησε Τον όμορφο Γκαρόν, Και τους κήπους του Μπορντώ Εκεί, όπου στην απόκρημνη όχθη Το μονοπάτι οδηγεί και βαθιά στον ποταμό Χύνεται το ρυάκι, όπου όμως από πάνω Τα κατοπτεύει ζεύγος ευγενές Από βελανιδιές και ασημένιες λεύκες·
Ακόμη το θυμάμαι αυτό καθώς και πώς Τις πλατιές κορυφές των δένδρων του έγερνε Πάνω απ’ το μύλο, κείνο το δάσος με τις φτελιές, Κι όμως στην αυλή μεγαλώνει μια συκιά. Εκεί σε ημέρες γιορτινές Μελαχρινές γυναίκες περπατούν Σε μεταξένιο έδαφος, Τον μήνα Μάρτιο, Όταν νύχτα και μέρα είναι ίσες, Και πάνω σε μονοπάτια αργόσυρτα, Φορτωμένες όνειρα χρυσά, Αύρες που νανουρίζουν απαλά μετακινούνται.
Ας μου δώσει όμως κάποιος Το μυρωμένο κύπελλο, Το γεμάτο απ’ το φως το σκοτεινό, Για να μπορέσω να ησυχάσω· γιατί γλυκός Θα ’ταν ο ύπνος κάτω απ’ τη σκιά. Δεν είναι καλό, Να είναι κανένας άψυχος Από σκέψεις θνητές. Κι ωστόσο είναι καλή Μια συνομιλία και να πει κανείς Τη γνώμη της καρδιάς του, ν' ακούσει να μιλούν Για τις ημέρες της αγάπης, Και τα έργα που συνετελέσθησαν.
Όμως πού είναι οι φίλοι; Πού ο Μπέλλαρμιν Κι ο σύντροφός του; Πολλοί Φοβούνται να πλησιάσουν την πηγή· Διότι ο πλούτος αρχινά Στη θάλασσα. Κι αυτοί Όμοιοι με τους ζωγράφους, συγκεντρώνουν Τις ομορφιές της γης και δεν καταφρονούν Τον πόλεμο τον φτερωτό, ούτε φοβούνται Να κατοικούν μονήρεις, έτη πολλά, κάτω Απ' το γυμνό κατάρτι, εκεί όπου δεν διαπερνούν τη νύχτα Τα φώτα απ’ τις γιορτές της πόλης, Μήτε μουσικές εγχόρδων, μήτε οι τοπικοί χοροί.
Όμως τώρα οι άνδρες εκείνοι Έχουν πάει στους Ινδούς, Εκεί στην κορυφή, όπου φυσά ο αέρας, Σε λόφους με αμπελώνες, απ' όπου Κατεβαίνει ο Δορδώνης, Και μαζί με τον Γκαρόν Τον μεγαλοπρεπή, πλατύ όπως η θάλασσα Το ρεύμα τους εκβάλλει. Άλλα η θάλασσα Παίρνει και δίνει μνήμη, Και η αγάπη μ' επιμονή τα μάτια προσηλώνει, Όμως αυτό που μένει, είναι δωρεά των ποιητών.
|