well
ουσ. φρέαρ, πηγάδι, πετρελαιοπηγή, (μεταφ.) πηγή, (οικοδ.) φρέαρ, φωταγωγός, φρέαρ, φρεάτιο <ανελκυστήρα>, κλιμακοστάσιο, χώρος δικαστηρίου μπροστά στην έδρα των δικαστών, ρμ. αναβλύζω, αναπηδώ, πηγάζω, ξεχύνομαι, well over εκχειλίζω, ξεχειλίζω
επίρ. καλώς, καλά, ικανοποιητικά, δεξιοτεχνικά, ενδελεχώς, οικείως, στενώς, πλήρως, ορθά, σωστά, φιλικά, με φιλοφροσύνη, δίκαια, δικαιολογημένα, πολύ, αρκετά, εύκολα, as well επί πλέον, επίσης, κατά την αυτήν δικαιολογία, εξ' ίσου καλά, as well as ως επίσης και, επιπρόσθετα, he is doing well πάει καλά, αναρρώνει γρήγορα, do well προοδεύω, ευημερώ, πάω καλά, do oneself well καλομαθαίνω τον εαυτό μου <με πολυτέλειες και ανέσεις>, be well away πάω καλά, κάνω προόδους, προοδεύω ικανοποιητικά, (αργκό)είμαι ζαλισμένος, φτιαγμένος, στο κέφι, it was just as well ευτυχώς, πάλι καλά, ήταν ευτύχημα <που>, well set-up (επί προσώπου) ρωμαλέος, καλοφτιαγμένος, ουσ. το καλό, το κοινώς θεωρούμενο καλό, επ. καλά <στην υγεία>, υγιής, ορθός, σωστός, καλός <σκόπιμος>, καλός <ευμενής, ικανοποιητικός>, well enough αρκετά καλός, αρκετά καλά, επιφ. (έκπληξης) για φαντάσου, (ανακούφισης) επί τέλους, (μοιρολατρικής αποδοχής) δυστυχώς, (κατανόησης ή συμφωνίας) καλώς, (πολύ) καλά, εν τάξει, (υποχώρησης σε επιχείρημα) εν τάξει, (επί συνέχισης ιστορίας) λοιπόν, όπως έλεγα
Penguin Hellenews English-Greek dictionary