Δημήτρης Καλοκύρης, Το πλοίο
Ο Μάης γύρισε στο πλάι αγριεύοντας∙ το ψάρι αντανακλώντας το λιοπύρι. Η λάμα ξεσηκώθηκε σαν έντομο.
Να βρέξει!
Κόβω μια βόλτα στο γιαλό: που έστησε τα βήματά μου ο ύπνος και στάζει το αφιόνι από το μάρμαρο, χύνεται κομματιάζοντας σ’ ανατολίτικο και πλουμιστό σαντούρι, σαπίζοντας στη στέγη και στα μπράτσα τους...
Αλλοπαρμένος ο περαματάρης, βιαστικός, τραβώντας το τοπίο στο κρικέλι του ίσκιου και πλανιέται, ό,τι και να γενεί θα ξημερώσει, λέει.
Λέει
_______________________________________________________________________
Τώρα μέσα στη χύτρα τα κομμάτια του, σηκώνεται να σβήσει την ένταση του τόξου μες στο ψάρι, λοξεύει το φανάρι με το ένδυμα βαρύ νερό γι' αυτά τα μάτια στο σκοτάδι, –Ό,τι μου κατεβαίνει κάνω, λογαριασμό δε δίνω κανενός! Γυρνάει. Απλώνουν οι ξανθιές φτερούγες της, σφίγγει τ’ αστραφτερό τοπίο στη μασχάλη, ψάχνει το φουντωμένο της κορμί, ούτε θα βρέξει ούτε τίποτα∙ φωνάζει κάτι για τα χιόνια, σέρνει φωνή και στο παιδί, φέρε τ’ αλάτι, κόψε το ψωμί, βίρα το φοβερό μου μεροκάματο.
Τράβηξε το τοπίο με το κίτρινο απ’ τον ώμο, αγριεύει,
ο Μάης γύρισε στο πλάι το κατάρτι του, ξέπλενε τα στρωσίδια στο πηγάδι, στραφήκαν στο φανάρι τα εγκαύματα, ο Μάης ξαναγύρισε στο πλάι,
Από τη συλλογή Το νόμισμα ή η παραβολή του φεγγαριού (1973)