battre à plates coutures → νικώ, νικάω, συντρίβω, τσακίζω, διαλύω, σακατεύω, υπερέχω, σκίζω, κάνω σκόνη, κάνω με τα κρεμμυδάκια, νικώ κατά κράτος, νικάω κατά κράτος, λιανίζω, ξυλοφορτώνω, στραπατσάρω, τουλουμιάζω, σαπίζω, τσακίζω, βαράω, κοπανάω, κάνω τουλούμι στο ξύλο, τουλουμιάζω στο ξύλο, κάνω τόπι στο ξύλο, κάνω μπαλόνι στο ξύλο, μαυρίζω στο ξύλο, σακατεύω στο ξύλο, κάνω μαύρο στο ξύλο, σαπίζω στο ξύλο, σπάω στο ξύλο, τσακίζω στο ξύλο, πλακώνω στο ξύλο, πλακώνω στις φάπες, χτυπώ ανηλέητα, κτυπώ ανηλέητα
spiros ·
1 · 697