Καλημέρα, συντοπίτη.:-)
Θαρρώ πως λογικό είναι να ακολουθήσεις την αντίστοιχη ελληνική φράση. Την έχουν και τα λεξικά μας.
ΛΚΝ
κότα η [kóta] O25 : κατοικίδιο πτηνό που εκτρέφεται για τα αυγά και για το κρέας του· η όρνιθα: Oι κότες κακαρίζουν στο κοτέτσι. Tρέφει κότες στην αυλή της. Έκατσε σαν ~, χωρίς να αντιδρά: Kι εσύ καημένη κάθισες σαν την ~ και σε κούρεψε όπως ήθελε η κομμώτρια. || μειωτικός χαρακτηρισμός γυναίκας ελαφρόμυαλης, άβουλης ή κουτσομπόλας: Tις πέτυχα πάλι τις κότες να θάβουν κάποιον από την παρέα. ΦP περνώ ζωή και ~, ζω πλουσιοπάροχα, με όλες τις ανέσεις.
να φαν κι οι κότες, για αφθονία αγαθών: Έχει λεφτά να φαν κι οι κότες. η ~ που γεννάει τα χρυσά αυγά*. (έκφρ.) κοιμάται* με τις κότες. το ξέρουν κι οι κότες, για κτ. πασίγνωστο. δεν ξέρει από πού κατουράει η ~, είναι τελείως αδαής, δεν έχει καθόλου εμπειρίες. η ~ έκανε τ΄ αυγό ή το αυγό την ~;, για μεγάλο, σχεδόν άλυτο δίλημμα. ΠAP H παλιά / η γριά η ~ έχει το ζουμί*. Σκαλίζοντας η ~ βγάζει το μάτι της, γι΄ αυτούς που μόνοι τους προκαλούν κακό στον εαυτό τους. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα* τον τρων οι κότες. Aλλού τα κακαρίσματα* κι αλλού γεννούν οι κότες. κοτούλα η YΠOKOP. κοτίτσα η YΠOKOP. [θηλ. του ελνστ. κοττός, κόττος ὁ `κόκορας΄ (ορθογρ. απλοπ.)· κότ(α) -ούλα· κότ(α) -ίτσα]
Γιάννη, θαρρώ πως την κότα τη σφάζουμε.:-)))