πωλητήριο → deed of sale, small ad, ad, advertisement, for sale notice, museum shop, bill of sale (b/s, B/S)
το έγγραφο που πιστοποιεί την πώληση ενός αγαθού
υπογράφει το πωλητήριο
ειδική σημείωση ή αγγελία που αναφέρεται στην πώληση ακινήτου ή άλλου αντικειμένου, δίνοντας πληροφορίες στους υποψήφιους αγοραστές, και τόποθείται συνήθως πάνω στο προς πώληση ακίνητο ή αντικείμενο
είδα ένα πωλητήριο στην είσοδο της πολυκατοικίας και θέλω περισσότερες πληροφορίες
πωλητήριο - Βικιλεξικόπωλητήριο πω-λη-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {πωλητηρί-ου} 1. αγγελία πώλησης σε εφημερίδα, στο διαδίκτυο ή αναρτημένη σε δημόσιο χώρο, όπου αναγράφονται τα βασικά στοιχεία του αντικειμένου και του ιδιοκτήτη. Βλ. ενοικιαστήριο, πωλητήριο. 2. σύμβαση, συμφωνητικό πώλησης: Αντίγραφο του ~ου κατατέθηκε στο υποθηκοφυλακείο. 3. χώρος πώλησης: ηλεκτρονικό πωλητήριο. πωλητήριο του μουσείου. Βλ. εκθετήριο. ● ΦΡ.: βάζει πωλητήριο/μπαίνει πωλητήριο: για να δηλωθεί η πρόθεση πώλησης αγαθού, επιχείρησης, οργανισμού: Έβαλε πωλητήριο στο αυτοκίνητό/διαμέρισμά του. Πβ. βάζει/μπαίνει λουκέτο. [< αρχ. πωλητήριον ‘αγορά, κατάστημα’]
Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας - Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσαςτο / πωλητήριον, ΝΑ, και άχρ. τ. πουλητήριο Ν
νεοελλ.
1. έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται μία πώληση, συμβόλαιο πώλησης
2. αγγελία για πώληση ακινήτου ή άλλου αντικειμένου, η οποία τοιχοκολλείται
αρχ.
1. τόπος όπου διεξάγονταν αγοραπωλησίες ή δημοπρασίες
2. φρ. «τὸ πωλητήριον τοῦ μετοικίου»
(στην Αθήνα) τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι πωλητές για να εισπράξουν ή για να εκμισθώσουν σε πλειοδότη το μετοίκιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωλῶ + επίθημα -τήριο(ν) (πρβλ. πρατήριον)].
πωλητήριο - Ancient Greek (LSJ)