Συγκεντρώσαμε τελικά στο νήμα όλες τις δυνατές απόψεις για το θέμα όλες τους, έγκυρες απόψεις από έγκυρους εργάτες της γλώσσας. Πράγμα που δείχνει ότι θα αργήσουμε να δούμε μια κοινή γραμμή.
Να ανακεφαλαιώσω τις απόψεις:
Η μία πλευρά (να τονίζουμε όπως θέλουμε εμείς) λέει:
(1) Πώς είναι δυνατό να ξέρουμε πώς προφέρεται ακριβώς το όνομα στην ξένη γλώσσα;
(2) Γιατί να παραβιάσουμε παλιούς παμπάλαιους φωνητικούς νόμους της ελληνικής;
(3) Γιατί οι Γάλλοι τα τονίζουν όλα στη λήγουσα;
(4) Ο παλαιός κανόνας είναι χρήσιμος και, αν κάποιος τον επιλέξει, πρέπει να τον χρησιμοποιεί με συνέπεια.
Η άλλη πλευρά (να προσεγγίσουμε την ξένη προφορά) λέει:
(4) Η τάση να προσεγγίζουμε την πρωτότυπη προφορά των κυριωνυμίων και τοπωνυμίων, ακόμη και όταν μιλούμε Ελληνικά, φαίνεται σήμερα ισχυρότερη παρά ποτέ.
(5) Όχι γραφή δύο τόνων· δεν είναι εύκολο για τον αναγνώστη να μαντέψει ποιος είναι ο κύριος και ποιος ο δευτερεύων.
αλλά και:
(6) Ας μην εφαρμόσουμε μια προκρούστειο λογική σε ξενικά ονόματα: θα έγραφα Κάσπαρ Γουάινμπέργκερ.
Οι κανόνες της απλοποίησης της ορθογραφίας των ξένων λέξεων και των ξένων ονομάτων (όσων δεν διατηρούν την παραδοσιακή τους ορθογραφία· το τραίνο πρέπει να γράφεται τρένο, αλλά ο Γκαίτε να μείνει Γκαίτε) λένε ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να μαθαίνουμε την ορθογραφία των ξένων λέξεων έτσι όπως γράφονται στη γλώσσα από την οποία προέρχονται. Αυτό έχει ισχύσει και για τον τονισμό τους. Συνήθως βλέπουμε και διαβάζουμε ό,τι μας λένε τα αγγλολατινικά μας. Συγκρίνετε στο διαδίκτυο τα πολλά Σάλτσμπουργκ με τα ελάχιστα Ζάλτσμπουργκ. Αν ξέρουμε ότι πρόκειται για Γάλλο, θα τον τονίσουμε στη λήγουσα ακόμα κι όταν δεν πρέπει: ο κακομοίρης ο Άγγλος Beaufort ήταν Μπόφορτ, αλλά εδώ έγινε Μποφόρ. Οι Ρότσιλντ προφέρονται εδώ όλοι γερμανικά, ακόμα κι αυτοί που πήγαν στα Γαλλία και έγιναν Ροσίλντ, και εκείνοι που πήγαν στην Αγγλία και έγιναν Ρόθτσαϊλντ.
Ωστόσο, θα συμφωνήσω με την άποψη που λέει «Η τάση να προσεγγίζουμε την πρωτότυπη προφορά των κυριωνυμίων και τοπωνυμίων φαίνεται σήμερα ισχυρότερη παρά ποτέ» γιατί σήμερα έχουμε καλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία. Δεν υπάρχει λόγος να δημιουργήσουμε νέους Γκιούλιβερ. Μπορούμε πια να ψάξουμε να δούμε ποια είναι η σωστή προφορά του συνθέτη και να αποσαφηνίσουμε αν είναι Λίγκετι ή Λιγκέτι ή Λιγκετί.
Δέχεται η ελληνική τους ανεβασμένους τόνους της αγγλικής; Αν στα αγγλικά τονίζουν Άιζενχάουερ, μπορούμε να το τονίσουμε κι εμείς έτσι; Νομίζω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα ούτε αισθητικής (έχουμε κι εμείς λέξεις με δύο τόνους αν θέλουμε να διατηρήσουμε και τους δύο στη μεταγραφή, π.χ. το μηχάνημά σου) ούτε τόνου στην προπροπροπροπαραλήγουσα: το Άιζενχάουερ δεν διαφέρει από το μπέικιν-πάουντερ, απλώς του λείπει το ενωτικό.
Δεν θα το θεωρούσα λοιπόν περίεργο αυτό το σύστημα, σε μια εγκυκλοπαίδεια, σε ένα σύγγραμμα, σε περιπτώσεις όπου μπορεί να χρησιμοποιούμε τη λατινική γραφή για τα κύρια ονόματα και να δίνουμε μια βοήθεια εκεί όπου χρειάζεται παραθέτοντας τη μεταγραφή, π.χ. Weinberger (Γουάινμπεργκερ ή Γουάινμπέργκερ). Αυτό κάνει ο Πάπυρος, επιδιώκοντας να μεταφέρει με όσο γίνεται μεγαλύτερη ακρίβεια την προφορά και τον τονισμό και καλά κάνει.
Αποκεί και πέρα, στις εφημερίδες ή στη λογοτεχνία είναι λογικό να παραμένουμε στην παλιά μέθοδο που θέλει τον τόνο σε μια από τις τρεις τελευταίες συλλαβές. Έτσι μιλάμε άλλωστε. Στο σπίτι μας, όταν βάζουμε ξένα ονόματα στην ελληνική κουβέντα μας, δεν προφέρουμε εγγλέζικα. Δεν λέω Shέικσπιαρ, λέω Σέξπιρ. Δεν λέω Άινσταϊν, λέω Αϊνστάιν. Αλλά αυτό δεν γίνεται μόνο με τα κύρια ονόματα, αλλά με τις αγγλικές λέξεις γενικότερα. Δεν λέμε σούπερ μάρκετ, λέμε σουπερμάρκετ. Έτσι και στα λεξικά: αντεργκράουντ, αουτσάιντερ, βιντεοκλάμπ, βιντεοκλίπ, τινέιτζερ. Ακόμα κι από την προπαραλήγουσα θα δούμε να κατεβαίνει ο τόνος, κι ας μη χρειάζεται: μπαργούμαν, φεριμπότ.
Αυτή είναι η προσωπική μου άποψη, κι ας θυμίζει λίγο Νασραντίν Χότζα.