Χλόη Κουτσουμπέλη: Η λυπητερή ιστορία της Γουιόνα Ρέιτσελ, ποιήτριας με κακό τέλος
(άλλωστε ποια ποιήτρια έχει καλό τέλος;)
[Ενότητα Ποιος έκλεψε τον μικρό Χανς;]
Ο μπαμπάς μου είχε κακό γούστο στα σπίτια, στα αυτοκίνητα και στις γυναίκες. Έτσι όταν μείναμε μόνοι, αφού μας εγκατέλειψε η μητέρα, ήμασταν αναγκασμένοι να αλλάζουμε διάφορα σπίτια, το ένα πιο αλλόκοτο από το άλλο. Άλλα είχαν την καμινάδα στην μέση του σαλονιού, σε άλλα το τζάκι ήταν μέσα στην τουαλέτα και κάπνιζε, υπήρχαν σπίτια με οδοντοστοιχίες στα παντζούρια που ανοιγόκλειναν επικίνδυνα και άλλα που μας ρουφούσαν μέσα στους μαλακούς τους τοίχους. Για τα αυτοκίνητα έχω να πω το εξής: ο μπαμπάς ποτέ δεν μπόρεσε να εξημερώσει αυτοκίνητο, παρέμεναν όλα άγρια και μας δάγκωναν όταν καθόμασταν στα καθίσματα ή κλοτσούσαν όταν ανοίγαμε την πόρτα. Μάλιστα ένα από αυτά, μία παλιά Κάντιλακ, απογειώθηκε μέσα στην νύχτα και χάθηκε μες στην ομίχλη. Θα μπορούσα ωστόσο να του συγχωρήσω τις κακές επιλογές στα σπίτια και στα αυτοκίνητα, έτσι κι αλλιώς εκείνη την εποχή μεγάλωνα και μίκραινα όλη την ώρα, με αποτέλεσμα να έχω άλλες μπλούζες για το πρωί και άλλες για το βράδυ και δεν υπήρχε τίποτε σταθερό, αφού και ο Μάκης, ένα χρόνο μεγαλύτερός μου, σπάνια μου χαμογελούσε όταν διασταυρωνόμασταν στο τούνελ παρόλο που θα έγραφα τουλάχιστον τρία ποιήματα γι’ αυτόν και το ένα από αυτά θα έμπαινε αργότερα στην πρώτη ποιητική μου συλλογή ενώ αυτός θα έφευγε στην Αμερική χωρίς να μάθει τίποτε ποτέ. Αυτό όμως που με παίδευε πιο πολύ από όλα ήταν οι γυναίκες που διάλεγε ο μπαμπάς μου. Ήταν καλές γυναίκες, σχεδόν κανονικές, υπερβολικά όμως συναισθηματικές, σχεδόν στα όρια της υστερίας, ένιωθαν συμπόνια συνήθως για μένα και προσπαθούσαν να είναι φιλικές, όμως όλες είχαν κάτι στραβό, άλλες φορούσαν πολύ στενά φορέματα που σκίζονταν συνέχεια με θόρυβο, άλλες έβαφαν πολύ έντονα τα μάτια και τα χείλη τους και όταν ζεσταίνονταν η μπογιά κυλούσε στο πρόσωπό τους και το μουτζούρωνε ολόκληρο, άλλες ήταν πολύ παχιές και αγκομαχούσαν στα σκαλιά και άλλες πολύ αδύνατες και έτρωγαν μόνο ένα παξιμάδι βουτηγμένο στο νερό. Ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε την τελευταία στην σειρά και δεν έκανε παιδιά μαζί της. Νομίζω πως έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα ως την στιγμή που κάποιος έκοψε με ένα ψαλίδι το νυφικό και όλα της τα φορέματα στην ντουλάπα. Δεν ξέρω λεπτομέρειες γιατί είχα ήδη μεγαλώσει και εγκατασταθεί στο τωρινό μου σπίτι, το πιο αλλόκοτο το πιο αφύσικο το πιο απρόβλεπτο από όλα, την ποίηση.
Από τη συλλογή Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης (2016)