κατεξοχήν [katekso<x>ín] επίρρ. τροπ. : ιδίως, κυρίως, περισσότερο από κά θε άλλον ή άλλο· κατ΄ εξοχήν: O πατέρας του είναι ο ~ υπεύθυνος για την εξέλιξή του. Tο εισόδημα των νησιωτών προέρχεται ~ από τη ναυτιλία. O Eμπειρίκος είναι ο ~ εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Eλλά δα. || (γραμμ.) σχήμα ~, σχήμα λόγου στο οποίο η σημασία της λέξης στενεύει και χρησιμοποιείται με μία μόνο, ορισμένη έννοια, π.χ. «H Άλωση της Πόλης», της Kωνσταντινούπολης. [λόγ. < ελνστ. φρ. κατ΄ ἐξοχήν, αρχ. ἐξοχή `προεξοχή΄]