Το καλό μου λεξικό της σλανγκ λέει:
1. (US) a poor Southern US White farmer
2. (orig. US Black) a White racist.
Από το ρήμα crack = to boast or brag. "I should explain to your Lordship what is meant by crackers, a name they have got from being great boasters, they are a lawless set of rascalls [sic] on the frontiers of Virginia, Maryland, the Carolinas and Georgia, who often change their places of abode" G. Cochrane, letter, 27 June 1766
Δηλαδή, ετυμολογικά, ένας φανφαρόνος του κερατά είναι. Στην ουσία, όμως, Αλεξάνδρα, δεν φτιάχνεις λεξικό, αλλά θες να εξυπηρετήσεις τον δεδομένο διάλογο, όπου πάνω απ' όλα πρέπει να υπάρχει μια βρισιά για να ακολουθήσει η επίπληξη. Δηλαδή, και "...πανο" να τον έλεγε, θα σε κάλυπτε;
Όχι, θες να έχει και κάτι το ρατσιστικό, αλλά δεν μας λες αν το απευθύνει μαύρος σε λευκό ή πλούσιος λευκός σε φτωχό λευκό. Εμένα μ' αρέσει ο φτωχομπινές της Μαρίζας, αλλά θα μπορούσε να είναι κι ασπροκώλης... Δώσε κάτι ακόμα, να 'χεις την ευχή μου, μας έχεις μπερδέψει. Δεν φτάνει να μας λες ότι είναι παιδάκια μπροστά, έχει μεγαλύτερη σημασία ποιος το λέει σε ποιον!