Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Στην προκυμαία
Οι μέλισσες είχανε φύγει από καιρό.
Μέσα στις άδειες κυψέλες του ένα πιάνο ξεκούρδιστο συνωθούσε στα πλήκτρα του την τυραννία των περασμένων.
Εσύ είχες φύγει από χρόνια. Ή μήπως θα ’φευγες αύριο;
Πάνω απ’ το σώμα του νεκρού καλοκαιριού οι κραυγές των γλάρων μάταια ικέτευαν τον θαυματοποιό να βγάλει απ’ το καπέλο του την παιδική ηλικία του ήλιου.
Μάλλον θα ’φευγες αύριο.
Το πλοίο σφύριζε στην προκυμαία κι οι λιγοστοί ταξιδευτές, λαθραία επιβιβάζοντας το προσωπικό τους μουσείο φαντασμάτων, καλύπταν τα πορτρέτα, επειδή χαμογελούσανε πολύ. Πώς γίνεται κάποιος να χαμογελά πολύ; Το μοναδικό κορίτσι που έστεκε στην προκυμαία ίσως να το γνώριζε.
—Να φροντίζεις τα τριαντάφυλλά μου, κάποιος απ’ το κατάστρωμα του φώναξε.
Θα ’ξερε, άραγε, τόσο μικρό που ήταν, ότι στο σώμα που αγαπήθηκε, στη γη που ξενιτεύτηκε η αφή, σαν πέφτει η δροσιά νυχτερινών φιλιών, μπορεί και να φυτρώνουν τριαντάφυλλα;
Από τη συλλογή Εν τη ρύμη του νόστου (1999)