potenciación a largo plazo → μακροπρόθεσμη ισχυροποίηση, μακροπρόθεσμο δυνάμωμα, μακροπρόθεσμη δυναμικοποίηση, μακροπρόθεσμη ενδυνάμωση, μακρόχρονη ενδυνάμωση, μακροπρόθεσμη συναπτική ενδυνάμωση, μακρόχρονη συναπτική ενδυνάμωση
spiros ·
1 · 84