TELETERM:
ψευδοδάπεδο →
false floorψευδοροφή →
false ceilingΒάση όρων ΕΛΟΤ:
(
ανυψωμένο)
ψευδοδάπεδο →
raised access floorψευδοροφή →
suspended ceilingΤα πρώτα συνθετικά
ψευδο- και
ψευτο- δεν είναι ισοδύναμα. Παραβάλλονται αλλά δεν ταυτίζονται. Το πρώτο σημαίνει αντικειμενικά "ψευδής" και είναι συνηθισμένο σε επιστημονικούς όρους, ενώ το δεύτερο σημαίνει υποκειμενικά και συχνά απαξιωτικά "ψεύτικος" (μη γνήσιος, δεύτερης ποιότητας κτλ.).
Παραθέτω από το
ΛΚΝ:
ψευδο- [psevδo] & ψευδό- [psevδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ψευδ- [psevδ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις, συχνά λόγιες ή επιστημονικές· προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια του επιθέτου ψευδής. 1. δηλώνει γενικά τη μερική ή ολική απουσία των βασικών στοιχείων αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. ψευτο-): ψευδαπόστολος, ~προφήτης, ~φιλόσοφος, ~χριστιανός· ~μάχη, ψευδοροφή, ~στέγη, εικονική μάχη κτλ.· ψευδόστομος. (επιστ.) ~μεμβράνη, ~σύνοδος, ~ϋμένας. || (επιστ.) για τη δήλωση παραλλαγής η οποία παρουσιάζει κάποια ομοιότητα με τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτό που εκφράζει το β' συνθετι κό: ~μορφίνη· ~νευρόπτερα· ~μηνιγγίτιδα, ~φυματίωση. 2. (νομ.) για πε ριπτώσεις αναληθούς, ψεύτικης κατάθεσης: ~μάρτυρας· ~μαρτυρία, ψευδορκία. [λόγ. < αρχ. ψευδ(ο)- θ. του επιθ. ψευδ(ής) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ψευδο-μαρτυρία, ελνστ. ψευδ-άργυρος & διεθ. pseudo- < αρχ. ψευδο-: ψευ δο-κλασικισμός < αγγλ. pseudoclassicism, ψευδ-ώνυμο < γαλλ. pseudo nyme (< αρχ. ψευδ-ώνυμος) & μτφρδ.: ψευδ-οροφή < γαλλ. faux plafond]
ψευτο- [psefto] & ψευτό- [pseftó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. (προφ., οικ.) σε σύνθετα ονόματα δηλώνει την – κατά την άποψη του ομιλητή– απουσία των βασικών χαρακτηριστικών αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. ψευδο-): ~γιατρός, ~καλόγερος, ψευτόμαγκας, ~φεγγίτης, ~ψάλιδο. || ψεύτικος, όχι αληθινός: ~αγάπη, ~φιλία. 2. σε σύνθετα ρήματα δηλώνει ότι γίνεται με δυσκολία ή όχι ικανοποιητικά αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~ζώ, ~διαβάζω, ~δουλεύω, ~περνώ, ~παρηγοριέμαι. [θ. του ουσ. ψεύτ(ης) -ο-]