βολεμένος → settled, settled down in, fixed, OK, comfy, snug, comfortable, complacent, set for life, set up, leading an easy life, leads an easy life, has an easy life, sitting pretty, made man, has nothing to worry about, situated, fat cat, well off, without a care in the world

P0waN

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 201
Όταν λέμε στα Ελληνικά μεταφορικά ότι κάποιος είναι "βολεμένος", πχ. στη κοινωνία, στη ζωή του, με τη δουλειά του, δηλαδή ικανοποιημένος με τη ζωή του τυπικά χωρίς να έχει δουλέψει τόσο όσο η κοινωνία θα περίμενε.. Πώς μπορούμε να το μεταφέρουμε αυτό στα Αγγλικά;
« Last Edit: 18 Feb, 2021, 16:53:04 by spiros »




 

Search Tools