Το «ο» που γίνεται «ω» (όμικρον > ωμέγα)

banned8 · 17 · 109453

mmastrodouka

  • Semi-Newbie
  • *
    • Posts: 1
Καλησπέρα σας. Θα μπορουσα να ρωτησω για τις λέξεις όφελος και ώφελος;
Θυμάμαι οτι στην 3η Λυκείου η καθηγήτρια μας έλεγε οτι οτι το όφελος με όμικρον σημαίνει χρωστάω (πχ οφείλω χρήματα κλπ), ενω το ώφελος με ω σημαίνει κερδος, ωφελεια. Βλέπω όμως διαρκώς το ωφελος-κερδος γραμμένο με -ο-.  Τελικά ποιο είναι το σωστο και γιατί?
Επίσης επανω βλέπω για το ο που γίνεται ω οτι γράφετε τις λεξεις
Όφελος, οφειλω (που σημαίνει χρωστάω) και μετα αναφέρετε το ανωφελος (που όμως είναι απο το ώφελος, ωφελεια αφού σημαινει χωρίς κάποιο κέρδος. Εν τέλει δεν έχω καταλάβει τι συμβαίνει με το θέμα.
Αν μπορεί κάποιος παρακαλώ να μου εξηγήσει. Ευχαριστω

« Last Edit: 18 Feb, 2017, 13:00:48 by wings »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
όφελος το [ófelos] Ο47 : ωφέλεια, κέρδος για κπ. ANT βλάβη: Εγώ δεν έχω κανένα ~ από αυτή τη δουλειά· γιατί λοιπόν να σας βοηθήσω; Οικονομικά / αντισταθμιστικά οφέλη. Ποιο το ~ ή τι το ~;, σε τι ωφελεί; Ποιο το ~ από ένα βιβλίο που κανείς δεν πρόκειται να το διαβάσει; Προς ~ κάποιου, έτσι που αυτός να ωφελείται, να κερδίζει, να επωφελείται: H απεργία δεν έγινε προς ~ των εργατών.
[αρχ. ὄφελος]

ωφελώ [ofeló] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. έχω μια καλή επίδραση ή προκαλώ ένα καλό αποτέλεσμα σε κπ. ή σε κτ· κάνω καλό. ANT βλάπτω: Πάμε στο βουνό· ο καθαρός αέρας σίγουρα θα σε ωφελήσει. Tα πολλά φάρμακα δεν ωφελούν την υγεία μας. Tα λάθη μας ωφέλησαν τους ανταγωνιστές μας. β. (παθ.) δέχομαι μια καλή επίδραση ή ένα καλό αποτέλεσμα: Δεν ωφελήθηκα και πολύ από τις συμβουλές τους. || (προφ.) ωφελούμαι από οικονομική άποψη, έχω οικονομικό όφελος· κερδίζω. ANT ζημιώνω: Nα κερδίσεις, δε λέω όχι, αλλά να ωφεληθώ κάτι κι εγώ. 2. έχω χρησιμότητα, είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος: Σε τίποτα δεν ωφελούν τα λόγια που δε συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις. Άσε τα παρακάλια· δεν ωφελούν. || (σε γ' εν. πρόσ.): Δεν ωφελεί να επιμένεις άλλο.
[λόγ. < αρχ. ὠφελῶ]

ωφέλεια η [ofélia] Ο27 : το αποτέλεσμα του ωφελώ, ό,τι ωφελείται κάποιος· (πρβ. όφελος). ANT βλάβη, ζημιά: Οικονομική / υλική / ηθική ~. Σημαντική / μεγάλη / μικρή ~. Aτομική / προσωπική / κοινωνική ~. Bρίσκω ~, ωφελούμαι. Έργα κοινής ωφέλειας, που ωφελούν το κοινωνικό σύνολο, κοινωφελή. || (ειδικότ.) Kοινή ~, το σύνολο των επιχειρήσεων και των οργανισμών που παρέχουν κάποιες υπηρεσίες προς όφελος του κοινωνικού συνόλου (όπως συγκοινωνίες, τηλεπικοινωνίες κτλ.): Aπεργούν οι εργαζόμενοι στην κοινή ~.
[λόγ. < αρχ. ὠφέλεια]

Πηγή: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Όπως βλέπεις, όλες οι λέξεις μάς έρχονται από τα αρχαία Ελληνικά χωρίς να έχουν υποστεί κάποια μεταγενέστερη τροποποίηση.

Η λέξη όφελος γραφόταν εξαρχής με όμικρον και ποτέ με ωμέγα.
« Last Edit: 18 Feb, 2017, 13:00:54 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



 

Search Tools