Ορολογία κοινωνικής ασφάλισης (Αγγλικά - Ελληνικά)

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour
Ορολογία κοινωνικής ασφάλισης (Αγγλικά - Ελληνικά)

αγκύρια → anchor cages
αναπληρωματική ανάπαυση (ρεπό) → compensatory rest
ΑΜΕ – Αριθμός Μητρώου Εργοδότη → Employer’s Registration Number
Ατομικός Ηλεκτρονικός Φάκελος Υγείας (ΑΗΦΥ) → electronic personal health record
αναδοχή → foster care
αναλυτικό καθολικό → subsidiary ledger
ανοικτές δομές φιλοξενίας προσφύγων → open refugee hosting structures
ανοιχτή συζήτηση → panel discussion
(μη) ανταποδοτικού χαρακτήρα → of (non) contributory type
αποδοχές αδείας → holiday pay
αποκατάσταση της ικανότητας των ατόμων → to re-establish the capacity of individuals
αποτελούν χρόνο απασχόλησης → they are included in working time
αργία υπαλλήλου → compulsory suspension
ασφαλιστικός φορέας → insurance body, insurance agency
ατομική επιχείρηση → sole proprietorship
βαρδιολόγιο → shift management
βοηθήματα γάμου → wedding aids
βραβεία αριστείας → awards of excellence
Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) → Hellenic Confederation of Professionals, Craftsmen & Merchants (GSEVEE)
γεωρικές εργασίες → farming activities
διαδικασία αντιπαράθεσης → contradictory procedure
διαθεσιμότητα → temporary suspension
διαρκείς αδυναμίες → persisting weaknesses
διατροφή (συζύγου) → alimony (US) / maintenance (UK)
διατροφή (παιδιού) → child support
διαχειριστικές αρχές → managing authorities
διαχρονικά → over time
διευκολυντές → facilitators
δικαιούχος → beneficiary
δικαίωμα αδείας → entitlement to annual leave
δοκιμαστική περίοδος → probation, probationary period
Δωροεπιταγές → gift certificates
Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας → National General Collective Labour Agreement
Εθνικό Κέντρο Επαφής → National Contact Point (NCP)
εθνικό σύστημα υγείας → national health system
εκ περιτροπής → in rotation
ΕΚΑΣ  → Pensioners’ Social Solidarity Allowance
έκτακτες παροχές → bonuses
εκτοπισμένοι πρόσφυγες → displaced refugees
ελεύθερα επαγγέλματα → liberal professions
εμπορικές επιχειρήσεις → commercial enterprises
εναλλαγή προσωπικού στις βάρδιες → rotating shifts
ενιαία παροχή → flat-rate benefit
Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ) → Unified Auxiliary Social Security and Lump Sum Benefits Fund (ETEAEP)
έξοδος (εργαζομένου) → outflow
εξωιδρυματικό επίδομα → extra-institutional benefit
επιγραμμική καταχώρηση δεδομένων → online data entry
επίδομα → allowance / benefit
επίδομα αδείας → holiday allowance
επίδομα ανάδοχης φροντίδας → foster care benefit (allowance)
επίδομα ανεργίας → unemployment benefit (allowance)
επίδομα ειδικών συνθηκών → allowance for special conditions
επίδομα ενοικίου → rental allowance
επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης → vocational training allowance
επίδομα επιστημονικής κατάρτισης → scientific training allowance
επίδομα θέρμανσης → heating allowance
επίδομα στεγαστικής συνδρομής → housing assistance benefit
επίδομα τόκων στεγαστικού δανείου → support for mortgage interest
επιδοματική ενίσχυση → benefit support
επιλέξιμος / επιλεξιμότητα → eligible / eligibility
επιμέρους υπηρεσίες → individual services
επιτελική ομάδα → task force
επιτελικό όργανο → executing body
επιτελικός ρόλος → key role
επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση → company collective labour agreement
εργαζόμενος → worker
εργόσημο → labour ticket
εστίες καινοτομίας → hotbeds of innovation
έτη ασφάλισης → number of years insured
Ευρωζώνη → euro area
Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) → European Economic and Social Committee (EESC)
Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Διαλειτουργικότητας (ΕΠΔ) → European Interoperability Framework (EIF)
Ευρωπαϊκό Ταμείο Εξωτερικών Συνόρων → EBF
εφάπαξ βοήθημα → one-off aid
εφάπαξ καταβολή → one-off payment
εφαρμόζεται → to run [π.χ. το πρόγραμμα θα εφαρμοστεί για 1 χρόνο → the program will run for one year]
ηλεκτρονική συνταγογράφηση → e-prescription (electronic prescribing, e-prescribing)
ηλικιωμένοι → the elderly
ημέρες αναπαύσεως/ανάπαυσης → rest days
ημερομίσθιο → wage
θέση σε διαθεσιμότητα → to put on suspension
θεωρημένο (προσηκόντως/δεόντως, νομίμως) έντυπο → (duly, legally) endorsed form
ιδιαιτερότητες του θεσμικού πλαισίου → specificities of the institutional framework
κάλυψη νοσοκομειακής και εξωνοσοκομειακής περίθαλψης → coverage of hospital and outpatient care
κανονισμός εργασίας → labour regulation
κατά περίπτωση → as appropriate
κατ’ οίκον επισκέψεις → on-site visits
κατηγοριακά προγράμματα → categorical schemes
ΚΕΠ Αλλοδαπών (ΚΕΠΑ) → Expatriated Greek Citizen Service Centre (KEPA)
κίνδυνος κοινωνικού αποκλεισμού → at risk of social exclusion
κινητικώς ανάπηροι → people with motor disabilities
κοινωνία των πολιτών → civil society
κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς → inclusive society
Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (K.E.A) → Social Solidarity Income (SSI)
κοινωνικός αποκλεισμός → social exclusion
κοινωνική αντίληψη και αλληλεγγύη → social assistance and solidarity
κοινωνική μέριμνα και προστασία → social care and protection
κοινωνική πρόνοια → social welfare
(πρόγραμμα) κοινωφελούς εργασίας → charity work program
κονδύλια μισθοδοσίας → payroll funds
κύρια και επικουρική σύνταξη → main and supplementary pension
λειτουργικά στελέχη → operating managers
με στόχο τη διασφάλιση → with a view to ensuring
με τη μορφή → in the form of
μετάπτωση στοιχείων → data migration
μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης → measures of tax relief
μισθολογικά κλιμάκια → wage scale
μισθολογική εξέλιξη → wage progression
μισθωτός → salaried employee
νοικοκυριά ορεινών περιοχών → households in mountainous areas
νοικοκυριά μειονεκτικών περιοχών → households in less-favoured areas
νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου κοινωφελούς χαρακτήρα → public benefit purpose legal entity of private law
νόμιμο ωράριο → statutory working hours
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) → Economic and Social Committee (ESC)
οικονομική ενίσχυση (τακτική/έκτακτη) → financial support (regular/extraordinary)
οικονομικοί φορείς → economic operators
Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (ΟΠΣ) → Integrated Information System (IIS) [Management Information System (MIS)]
ομαδικό συνταξιοδοτικό ασφαλιστήριο / πρόγραμμα → group retirement scheme
οργανικές μονάδες → organisational units
όρια της φτώχειας → poverty line
όψιμη συνταξιοδότηση → deferred retirement
παροχές εισοδηματικής ενίσχυσης → income support benefits
παροχές σε είδος → benefits in kind
παροχές σε χρήμα → cash benefits
παροχή → benefit
παροχή δωρεάν υπηρεσιών → provision of free services
πελατειακές σχέσεις → patronage
ΠΕΠΑΕ – Πράξη Επιβολής Προστίμου Ακαταχώριστων Εργαζομένων → Fine for Unregistered Workers
κοινωνική πολιτειότητα → social citizenship
μίσθωση ή σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών → (independent) services agreement
πλήρης σύνταξη γήρατος → full old-age pension
πολυνομία → overregulation
πραγματικό εισόδημα → actual income
προγραμματικές συμβάσεις → programmatic agreements
προκλητή ζήτηση → obscenely large demand
προνοιακά επιδόματα → welfare benefits
Προαναχωρησιακά Κέντρα Κράτησης (Π.ΚΕ.Κ.) Αλλοδαπών → Pre-removal detention centres
πρόωρη συνταξιοδότηση → early retirement
στάση εργασίας → work stoppage
στέγαση → housing
συγκριτική αξιολόγηση → benchmarking
συζήτηση ειδημόνων → expert talks
συνάντηση εργασίας → working meeting
συνδρομή → assistance
σύνθετες δημογραφικές παροχές → composite demographic benefits
σύνταξη λόγω αναπηρίας → disability pension
σύνταξη λόγω γήρατος → age pension
Σύστημα Διοικητικής Πληροφόρησης (ΣΔΠ) → Management Information System (MIS)
σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας → social security and welfare system
Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας → Internal Security Fund, ISF
ταμείο κύριας ασφάλισης → main insurance fund
τακτικές αποδοχές → regular earnings
Τοπική Μονάδα Υγείας (ΤΟΜΥ) → Local Health Unit
τροφείο (διατακτική σίτισης) → food voucher
υπάλληλος → employee
υπερήλικες → senior citizens
υπερεργασία → compulsory overtime
υπερωρία → overtime
υπηρεσίες πεδίου → field services
υποχρεωτική αποχή (γυναικών εργαζομένων/υπαλλήλων από την εργασία) → compulsory absence (of female workers/employees from work)
φορέας υλοποίησης → implementing body / promoter
φροντίδα ατόμων → providing care to persons χορήγηση παροχών → granting benefits
φροντιστής → caregiver
χορήγηση σύνταξης → award of pension
χρονοεπίδομα → seniority allowance
χρόνος κανονικής απασχόλησης → normal working time
χρόνος υπηρεσίας → length of service
ωρομίσθιο → hourly wage, hourly pay
ωφελούμενη μονάδα → recipient unit

https://greeklawinenglish.wordpress.com/2014/07/07/%CE%BF%CF%81%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%83-%CE%B1%CF%83%CF%86%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%B7%CF%83/


 

Search Tools