Σταύρος Ζαφειρίου

wings · 280 · 232562

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: Ηλικία στη νύχτα (ε')

[Ενότητα Ηλικία στη νύχτα]

ε'

Η κυρά που επισκεφτήκαμε μας είπε «περιμέντε
και ρίχνετε απάνω σας πότε-πότε λίγο νερό.
Δεν είν’ μπορντέλο λιμανιού εδώ.
Από δω μέσα έχει περάσει η ιστορία.
Εμένα που με βλέπετε κανάκεψα
τι στρατηγούς και τι πολιτικούς και τι ωνάσηδες.
Δεν θα ’τανε τα μούτρα σας για δω
πριν λίγα χρόνια».

Καθίσαμε στο σαλόνι με τη θερμάστρα.
Υπήρχε μια πολυτέλεια εποχής,
παλιά δαμασκηνά και ξύλο κέδρου,
μα η σάρκα ήταν γεμάτη ρυτίδες
και τα μυρωδικά φτηνά κάτω απ’ τα στήθη.
Φεγγίζοντας στη φλόγα των καυσόξυλων
(να ορθωμένη της λύκαινας η σκιά,
να των δασών η τάξη και των άστρων)
θυμηθήκαμε το πρώτο μας τραγούδι:

Σαν επιστρέψω κάποτε πατρίδα
θα ’χω σακιά χρυσάφι φορτωμένα,
θα ’χω και μια γυναίκα απ’ την Κολχίδα
κι ένα παιδί φτιαγμένο από μένα.

Σαν επιστρέψω πάλι στο χωριό μου
ένα κομμάτι γης θε ν’ αγοράσω,
θα στήσω ένα σπιτικό δικό μου
κι ήσυχα θα καθίσω να γεράσω.

Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: Ηλικία στη νύχτα (στ')

[Ενότητα Ηλικία στη νύχτα]

στ'

Πέρασαν τόσες συλλαβές και τόσες λέξεις,
πέρασαν τόσα αλφάβητα νεκρά,
όσο μετρώ λειψές μου βγαίνουνε οι ρίζες,
λειψοί οι τόποι κι οι σκηνές παραδομού.

Δεν έχει χώρο εδώ για να σταθείς∙
ανάμεσα στους πέτρινους διαδρόμους
των ονομάτων οι χρονιές και οι φωτογραφίες.
Ανάμεσα σε κέρινες σφραγίδες
των προφητών οι κουρασμένες σάλπιγγες.

Δεν έχει θρόνο εδώ για να καθίσεις.
Ανάμεσα στους δύο μας θανάτους
υπάρχει ένας θάνατος παρών.

Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: Ηλικία στη γλώσσα (α')

[Ενότητα Ηλικία στη γλώσσα]

α'

Βαθύς εσπερινός, οίστρος του ήλιου∙
αθροίζεται στα είδωλα ο καιρός.
Ποιαν ενδοχώρα τώρα ταξιδεύω,
τρώγοντας μήλα πράσινα πλάι στους οδηγούς,
πίνοντας μέλι από άγριες κερήθρες,
χαρίζοντας καθρέφτες στις φυλές.

Κρατά θαρρείς τους χάρτες μου ο καιρός.
Κι όσο κοντεύω μόνος στη σιωπή
κι όσο βαθαίνω στα μαλλιά των αρχαγγέλων
βλέπω τη γύμνια των θεών και τα σκυλιά τους
έτοιμα στο κορμί μου να ριχτούν.

Ποια χώρα τώρα ταξιδεύω,
πεινώντας και μην τρώγοντας ψωμί,
διψώντας και μην πίνοντας νερό,
μαζί με γυρολόγους που εμπορεύονται
χάντρες, γυαλιά χρωματιστά και το τομάρι
του αρχαίου ζώου που φυλούσε τους νεκρούς.

Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: Ηλικία στη γλώσσα (γ')

[Ενότητα Ηλικία στη γλώσσα]

γ'

Τώρα που γνώρισα τη γλώσσα των ανθρώπων
και είδα κάθε άνθρωπο να ’χει μια γλώσσα χωριστή·
τώρα που ακούω τη φωνή του ποιητή
και είναι φωνή ανάμεσα στις άλλες
και όχι όλες οι άλλες μαζί·
τώρα που νιώθω την κτίση σαν ερειπίων σιωπή,
ονομάζω πλάνη τον κόσμο,
ονομάζω πλάνη τις αισθήσεις,
ονομάζω πλάνη τη θεϊκή χαρά.

Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998)
« Last Edit: 28 Dec, 2018, 11:59:22 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: Ηλικία στη γλώσσα (δ')

[Ενότητα Ηλικία στη γλώσσα]

δ'

Τώρα που άνοιξα τις πληγές των αγίων
και είδα πως είναι σώματα φθαρτά·
τώρα που έσπασα τις σημαντρίδες
και διάβασα μηνύματα ερέβους και φωτός·
τώρα που έπαιξα όλα τα παιχνίδια
του φθόνου, της ντροπής, του Ενδυμίωνα,
ονομάζω ενοχή την αθωότητα,
ονομάζω ενοχή την ενοχή,
ονομάζω ενοχή τις τύψεις των ορίων.

Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998)
« Last Edit: 28 Dec, 2018, 11:58:53 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
https://www.youtube.com/watch?v=vr9xhAtq9UA

Νίκος Καββαδίας & Θάνος Μικρούτσικος, Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / έργο: Ο Σταυρός του Νότου (1979))


Σταύρος Ζαφειρίου: Ηλικία στη γλώσσα (ε')

[Ενότητα Ηλικία στη γλώσσα]

ε'

Τώρα κοιτάζω τον ύπνο της γης και τα όνειρα.
Έι, Μόμπι Ντικ, αδιάκοπο άσπρο φάντασμα!
μες στα σαγόνια σου στραγγίζουν τα κρανία των ναυτών.

Στ’ απάνεμα σαπίζουν τα κατάρτια
και το κοράκι διακορεύει τις σκιές.
Έι, Γουίλι, μαύρε Τρίτωνα από το Τζιμπουτί!
ποιες ιστορίες να σου πω και ποια ναυάγια·
κι η αναδυομένη
μωρά γεροντοκόρη δίχως φύση.

Ω καπετάνιε, καπετάνιε μου,
το ξύλινο ποδάρι σου κουτσαίνει στον βυθό.

Σημείωση του ποιητή:
Στίχ. 10: Walt Whitman «Leaves of grass»


Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998)
« Last Edit: 28 Dec, 2018, 12:00:52 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: Ηλικία στη γλώσσα (στ')

[Ενότητα Ηλικία στη γλώσσα]

στ'

Τώρα κοιτάζω στον ύπνο του ανθρώπου και στα όνειρα.
Εξεγερμένα τα μάτια που γεμίζουν την άβυσσο.
Εξεγερμένοι οι κήποι που κρεμιούνται στην άβυσσο.
Εξεγερμένη η Ευρώπη.
Εξεγερμένη η Ασία.
Εξεγερμένη η Αμερική.

Εξεγερμένες οι τύψεις των θεών.
Εξεγερμένη η επιφάνεια των χρησμών.

Εξεγερμένοι οι σαλπιγκτές των στρατώνων.
Εξεγερμένα τα οστά των λειμώνων.

Εξεγερμένο το σκοτάδι το ανέστιο.
Εξεγερμένο των οραμάτων το ηφαίστειο.

Εξεγερμένοι οι εκτελεστές της παρακμής.
Εξεγερμένοι οι τυχοδιώκτες της λογικής.

Εξεγερμένα τα φτερά της ερημίας.
Εξεγερμένοι οι αναβαθμοί της εξουσίας.

Εξεγερμένη η προσδοκία της ποίησης.
Εξεγερμένη η μεταμέλεια της οίησης.

Εξεγερμένες οι σκιές των μηχανών.
Εξεγερμένες οι Ερινύες των λουλουδιών.

Εξεγερμένη η λατρεία των προγόνων.
Εξεγερμένο το εγερτήριο των αγώνων.

Εξεγερμένο των ερώτων το ανείπωτο.
Εξεγερμένο των πρωτοπλάστων το ηδύποτο.

Εξεγερμένη η προσευχή της φυλακής.
Εξεγερμένη η αγωνία της ηδονής.

Εξεγερμένοι οι χυμοί της παρθενίας.
Εξεγερμένα τα Ιερά της εφηβείας.

Εξεγερμένο το τραγούδι το χθόνιο.
Εξεγερμένο το τότε, το τώρα και το αιώνιο.

Κλείνω τη συμφωνία με τα ένστιχτα.
Βάζω υπογραφή κάτω απ’ την πράξη.

Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998)
« Last Edit: 23 Apr, 2022, 14:36:38 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: Γ' Υπάρχει, λέω, κάποιος άλλος δρόμος...

Υπάρχει, λέω, κάποιος άλλος δρόμος
πέρα απ’ αυτόν, που οι χάρτες σημαδεύουν,
μα να προφέρεις πρέπει την αρχή.

Κι ο ποιητής χτυπά στις λέξεις του τη γλώσσα.
Και ο τρελός κρούει τις παλάμες του στη γη.
Κι ο ναυαγός ορέγεται τη σάρκα των συντρόφων.
Μόνο ο τυφλός που δεν μπορούσε
θριάμβους να χαρεί ούτε και λάφυρα,
έμεινε να οσμίζεται του νόστου τον καπνό.

Ας κινηθεί η πέτρα της σπηλιάς
κι αυτό το σκήνος του νεκρού
ας φωτιστεί για πάντα στο σεντόνι.

Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Ευχετικόν

[Ενότητα Ο λόγος]

Όπως δυο σώματα πέρα
απ’ τη φύση σου Κύριε,
όπως δυο σώματα
απ’ τον Αλντεμπαράν ως το Άλφα
του Κενταύρου,
μέχρι τη γλώσσα που ονομάζεται
ευχή πριν απ’ τη σκόνη,
το έσχατο όριο της ανάγκης
που ονομάζεται άλωση∙

όπως δυο σώματα
μες στην υπερβολή της κάθε
μέρας, ότι το φως
είναι φως κι ο αέρας αέρας
κι ότι όλα διαχέονται μέχρι
την τελική σύλληψή τους,
τότε που γίνεται σώμα ο αέρας,
σώμα αφής και ταράζεται
μες στις αισθήσεις, στο ρίπισμα
μιας χοϊκής δημιουργίας∙

έτσι δυο σώματα ενσαρκώνουν
τον Λόγο σου Κύριε,
στη γύμνια τους του εύλογου τη γύμνια
ευλογώντας, σε μια τροχιά, βάζοντας
σύνορο τον πόθο, τη γνώση οδηγώντας
απ’ τη διάδρομη ομορφιά.

Κόκκινη οπλή του φεγγαριού
στου αγοριού το μέτωπο,
στα ευφρόσυνά σου χείλη.
Της θεουργίας πέτρα δροσερή
μες στην ιλύ του ποταμού,
όπου ανταμώνει ο κήπος με το φίδι.
Ύπνος θνητών του έρωτα ο ύπνος,
του κοριτσιού που αποκοιμιέται
αγκαλιασμένο πλάι στου ρούχου του
την ήμερη σκιά.


Μακάρι να ερχότανε τώρα
η μικρή ακροβάτις
με το λεπτό σώμα της πάχνης στις παλάμες,
την άσεμνη περόνη στα μαλλιά,
πασχίζοντας να ενώσει την άκρη
στην άκρη του σύμπαντος,
πατώντας το δεξί της πέλμα στο παρόν,
ζυγιάζοντας το αριστερό πάνω απ’ το μέλλον,
πάνω απ’ το δέντρο της Εδέμ που τα μαγέματα
βαφτίζονται με τον άπρεπο τρόπο των όντων∙
κορμί να προστίθεται σε άλλο κορμί,
ύλη να τελειώνει με ύλη,
τις λέξεις γεννώντας που ορίζουν το άυλο.

Ιδού, λοιπόν, στις κερκίδες
του λαού της το αίσθημα,
ιδού, η αμμώδης αρένα και το κενό,
ιδού, αυτή θεατή, ως θραυστή επιφάνεια
μπροστά από το ελάχιστο, πριν απ’ το περιττό,
ως αρμονία κίνησης, χάρη του κέντρου βάρους,
ως μόρια ύλης που ενώνουν
τις άκρες του σύμπαντος.

Μακάρι να ερχότανε τώρα ο νεκρός σαλπιστής,
με την ωραία γαλάζια στολή του,
τα κόκκινα σιρίτια, το απαστράπτον
μαύρο γείσο των ονείρων του,
ελεύθερος απ’ τον βηματισμό της μπάντας,
λυτρωμένος απ’ το μαρς των ουρανών,

μακάρι να ερχότανε τώρα ο έφηβος νους,
με τους ιωνικούς κρατήρες των θαυμάτων,
τις γυμνασμένες φλέβες του λαιμού,
του στήθους του την άδυτη ανάσα,
γιατί στις ώρες ο ήλιος έχει κιόλας πληθύνει
και κανένας ακόμα δεν σάλπισε
τον κατάσαρκο ύμνο της άνοιξης,

γιατί τα χρώματα γεμίζουν με το χρώμα τους,
το κίτρινο με το κίτρινο και το καφέ με καφέ,
–είναι αυτή η εποχή∙ το λευκό δεν υπάρχει
και τα χέρια ανεβαίνουν στον φόβο–
γιατί τα νερά σπάζουν με πάταγο τη θλίψη,
τη μέλαινα χολή των ζωντανών.

Έλα καλέ μου, ο ύπνος μου είναι ίαμα
και νάμα∙ να με γευτείς, να με λουστείς
και να με ονειρέψεις,
να πλέξεις όχθες μέσα μου,
λόγια να με ταιριάσουν,
ξυπόλητος να με διαβείς,
σαν με διαβείς να στάζεις.


Αχ, ας ερχότανε τώρα αυτό
που ποτέ δεν γνωρίσαμε∙
οι όψεις του αλλάζουν στους αιώνες
κι ωστόσο παραμένει αναλλοίωτο,
που σιωπηλές αναδύονται απ’ το χώμα,
έχοντας γύρω απ’ το στόμα τους
το αυστηρό των θεών
ή των ανθρώπων οργισμένων με θεούς,
έχοντας δεξιά τους τους ανέμους
κι αριστερά τους τους ίδιους ανέμους
καθώς επιστρέφουν,
σαν αυτές τις αρχαίες μορφές
που προσεύχονται, ατενίζοντας
την ποίηση των έργων,
ασάλευτες μες στων δυνάμεων τον σάλο,
μοναχικές στα ιερά της μοναξιάς.

Αχ, ας ερχότανε τώρα
αυτό που θελήσαμε,
το μακρινό μυστικό μακρινών αστεριών,
ανοίγοντας όλον τον χρόνο σε μία στιγμή,
αυτήν ακριβώς τη στιγμή
που δυο σώματα ματαιώνουν το έλεος,
δένοντας με τις ρίζες τους
το βαρύ της ζωής,
τρέφοντας με τα φύλλα τους
το ελαφρύ του θανάτου,
έτσι καθώς υπάρχουν οι άγγελοι,
σαν λάμψη πριν απ’ την πνοή
και σαν πνοή ασχημάτιστη ακόμα,

έτσι καθώς ζωγραφίζονται οι άγγελοι,
ανάσκελα στις οροφές των κοσμογονιών,
σαν σώματα που τα χαρίζει ως πρότυπα η γη
και σαν αμφίφυλα φτερά,
δώρο των ουρανών.

Από τη συλλογή Σώματος Λόγος (2004)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Ενσάρκωσις

[Ενότητα Ο λόγος]

Το σώμα είναι το πνεύμα μου Κύριε.
Το σώμα μου είναι η πνοή που υπάρχει,
του Λόγου σου η ανάγκη και η κατάπληξη.

Σ’ ερήμους σιωπηλές και θεοφώτιστες,
ομόδουλος αγίων,
του χρόνου συνομιλητής, με την ακμή
της πέτρας
τη σάρκα μου κομμάτιασα,
να τη γευθεί ο δαίμονας,
να ευλογήσει νέα κατοικία

με κίονες ελληνικούς, κήπους από την Κίνα,
νερά που δένουν εύξεινους καρπούς,
με Πέρσες θαυματοποιούς
και διαβαστές των άστρων,
ήχους από αυλούς φοινικικούς,
χορεύτριες υπάκουες
να λάμπουν στον ιδρώτα.

Με ίασπη και αμέθυστους και λάδια αρωματικά
και κόκκινο γλυκό κρασί από την Ασσυρία,
τρυγόνες τυλιγμένες σε αμπελόφυλλα,
καλοψημένο κρέας ζαρκαδιού
σε σάλτσα δεντρολίβανου.
Και λάβδανο απ’ της Ίδης τις πλαγιές
και βααρά από ζεστές κοιλάδες.

Και τη γυναίκα.
Εκείνη που εξαγγέλλουν οι γραφές,
εκείνη που το στρώμα της
κοιμίζει ξένους ύπνους.

Στα δεκαπέντε μάτια της γυρίζουν
ξένοι τόποι, στα δεκαπέντε χέρια της
λαξεύεται η λήθη, στη γλώσσα της
κουράζεται η ανάσα των φιδιών.


Και τη γυναίκα.
Με τον παλμό του πόθου στα ρουθούνια,
με τους μαστούς της τεφροδόχους θυσιών,
με τον βαθύ της αφαλό στόμιο ηφαιστείου.

Στα μαύρα χείλη της υγραίνεται το αλάτι,
στα δάχτυλά της γίνονται
οι φλέβες μου χορδές,
φωτιά στο αυλάκι όπου κυλά
το ξαφνιασμένο μου αίμα.


Το μέσα της αγάπης της όλος ο έξω κόσμος.

Το σώμα βαφτίζει το πνεύμα μου Κύριε.
Το παθητό του υπαρκτού ονομάζει τη φθορά μου.
Το όμοιο λυτρώνεται από τ’ όμοιο.
Το σώμα μου είναι ο Γολγοθάς, ερμηνεύοντας
το άχθος μιας ασώματης μορφής.

Ν’ ακολουθήσω τα πουλιά
εκεί που αλλάζουνε φτερά
με τους αγγέλους,
εκεί που γίνεται το φως
βασιλικός κελαηδισμός,
σταυρός του τέλους.

Ραφαήλ, Ουριήλ,
σαλαγητές του σύμπαντος,
Αζραέλ, Αζραφαέλ,
βοσκοί των πλανητών,


αυτό το πλήθος φορτωμένο με χαλκό,
αυτοί οι πολεμιστές, αυτά τα τύμπανα,
αυτός ο όχλος με τους σταχτιούς λαιμούς,
τι κυνηγούνε μες στο μεσημέρι;
Γιατί ξάφνου παράτησαν τα σπίτια τους,
τα ιερά και τη συναλλαγή της αγοράς;
Γιατί βαδίζουν πλάι μου με τ’ αναιδή τους νύχια;
Πού βρήκαν τόσο θάνατο
και τον επευφημούν;

Η θυμωμένη λόγχη
γέμισε τα σπλάχνα μου.
Απ’ τον σταυρό μου χόρτασε
το δόντι του καρφιού.
Το αίμα μου μετρήθηκε
σ’ όλες μου τις αισθήσεις.
Ασκείται εντός μου η ζωή
στην πράξη του ανθρώπου.

Νυχτώνει η ώρα
και μαζεύονται οι φωνές,
άτακτα λόγια∙
αρνήσεις, παρακλήσεις, χλευασμοί,
ληστές και διοικητές
και Φαρισαίοι,
το λάλημα του πετεινού,
τα ρούχα μου
στων κυβιστών τα χέρια,
το έσχατο και εύθραυστο φορτίο
της εποχής του Προ και του Μετά.
Και ο σπαραγμός της μάνας μου
και η ντροπή του Πέτρου
και τόσα ονόματα απλά
που τα έμαθα αργά
και τόσα θαύματα
στη μέση αφημένα∙

η πυρωμένη κόμη της
στεγνώνοντας τα πόδια μου,
το λυπημένο έαρ
του Ιωάννη,
ένα τραπέζι μυστικό
που έμεινε ασυμμάζευτο,
μια προσευχή,
να ξεπεράσω το απαραίτητο.

Λίγος καιρός ο χρόνος
που εμπιστεύθηκα τη γη,
πολύς καιρός το αιώνιο
και η αθανασία.

Νερό κρασί,
νερό χολή,
νερό
μικρός συλλαβισμός,
να ξεδιψάσει η λέξη
σώμα μέσα στο στόμα μου,
σώμα πάνω στη γλώσσα,
να ξεδιψάσει η εκπνοή,
λυγμός του μνήσθητί μου.


Πόσο μακριά ο ουρανός,
πόσο μακριά ο παράδεισος
που τάζω
και τρομάζω
και το λιμά σαβαχθανί
δεν θέλω να το πω.

Από τη συλλογή Σώματος Λόγος (2004)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Κεκραγάριον

[Ενότητα Ο λόγος]

Α Κύριέ μου, Κύριέ μου πώς μπορώ
το σώμα να νικήσω με το σώμα,
τη φλούδα τούτη της ψυχής∙ με τ’ όνομά της
στον Λόγο σου αντιστέκεται και υπάρχει ανάμεσά μας.
Πού σταματά η ανθρώπινή μου φύση,
αυτή που τόσο μοιάζει με θεό
κι ωστόσο τόσο αδυνατεί
την όψη του θεού ν’ αναγνωρίσει.
Πώς το μαρτύριο μπορεί
τη θεϊκή σου αλήθεια ν’ αποδείξει,
όταν το ίδιο μαρτύριο μες στη δική του αλήθεια
κυκλώνεται και κλείνεται
σημαίνοντας την πλάνη.

Περνά η σαΐτα σου το σύννεφο του νου,
σπαράζει η τύψη, νύχτα καμωμένη
με αβάσταχτα, συναλλαγμένα πάθη
κι ό,τι γυρνά, ασάλευτο στέκει στην κίνησή του,
σαν αρμονία της ατέρμονης ηχούς,
σαν μουσική των άτονων και τονισμένων άστρων,
παροξυσμός του αστείρευτού σου οίστρου,
όταν απ’ το σκοτάδι εμπνεύστηκες το φως
και στου φωτός το ξέσπασμα
μέτρησες το σκοτάδι.

Ζεστός αέρας μου μηνά μυρωδικά μαλλιών,
βάλσαμο της Γεννησαρέτ και δυνατή κανέλα.
Κάτω απ’ τον ήλιο αστράφτουνε κρύσταλλοι πασχαλιάς,
χρυσόσκονη της Βαασά και φίλντισι του Γάγγη
και μου θαμπώνουν το μυαλό κρυπτόβουλες εικόνες,
σαν αίσθηση, σαν άγγιγμα, σαν λύτρωση της μέθης∙
μια βάρκα να τανύζεται σε ποθητά νερά,
μια ακτή, για να φωλιάζουνε στρουθιά το μεσημέρι,
μια ελαφριά πατημασιά με γυμνωμένο πέλμα.


Α Κύριέ μου, Κύριέ μου,
όταν τους κύκλους χώριζες της γης
σε νοητό ουράνιο, σε νοητό θνητό
και μ’ άφηνες αφύλακτο, σαν δόλωμα του χρόνου,
στο παρελθόν και στο παρόν που είναι κιόλας
το εκφρασμένο μέτρο του αιώνιου,
ν’ αναζητώ την προβολή της νοητής μου εικόνας,
να δέχομαι στο σχήμα μου το κάθε τέχνασμά σου,
με ποιο όνομα με φώναξες και ποιαν αθανασία
με κάλεσες να ετοιμαστώ να μοιραστώ μαζί σου.

Πόσο ανυπόμονο άκορος
ικέτεψα τ’ αταίριαστα μεγάλα,
πόσο θεό λαχτάρησα στο δίστρατό μου σώμα,
να είμαι εκεί που είσαι κι εσύ,
σε όλες τις διαστάσεις
της ορατής και της αόρατης σκηνής,
ν’ αλλάξω τούτο το μηδέν με το δικό σου ένα,
να ευωχώ παράδεισους κι έφηβους ουρανούς.

Πόση ακατάληπτη άφεση και πόση καταδίκη
μπορούν ν’ αντέξουν, σώζοντας εκείνο που αγνοούν,
το δέντρο και η μέλισσα κι ο μεστωμένος κάμπος,
τα δάχτυλα του γητευτή στις τρύπες του αυλού,
η έπαρση του αετού πάνω απ’ το θήραμά του,
οι ανοιχτές αυλόπορτες στ’ άχραντα των παιδιών,
παροδικά όλα σε μια
παρούσα διαρκώς δημιουργία,
σαν το πυκνόστροφο σχοινί που δεν του λείπει κόμπος,
πλεγμένο με το χέρι σου σε ανύποπτη στιγμή,
για να δεθεί το πάντοτε στο διάδοχό του τώρα.

Τραγουδιστές με φορεσιές και κρόσσια απ’ την Παλμύρα
λικνίζουν τόπους θαλερούς, πέρα απ’ το λογισμένο
κι απάνω στο φορείο της, κόρφος μικρός του πόθου,
με βλασταράκια νιόκοπα στα παιδικά της χέρια,
μια νύφη που τα χείλη της κολλούν γλειμμένο μέλι.
Και γιορταστές με κιχλισμούς και χορευτές με σείστρα
δίνουν ρυθμό, κρατούν ρυθμό, τραβούν απ’ άκρη σε άκρη,
μες σε θροΐσματα πνοών, τους πέπλους των θαυμάτων.


Σιωπά το παν,
κι ό,τι ζητά και η σάρκα να σωπάσει
είναι της ευσπλαχνίας σου η σπορά,
είναι η γη, καρπίζοντας τον νόμο σου
στην ίδια μήτρα που αναπνέει η επιθυμία.
Είναι το βλέμμα του ήσυχου βοδιού
που οργώνει, πριν απ’ το άροτρο, το αναπαυμένο χώμα,
είναι του τζίτζικα τα διάφανα φτερά,
σαν ψαλμωδούν μονότονα τη μαζεμένη μνήμη.

Ναέ της άμμου, πύλη σκοτεινή,
κλείνοντας το απροσδόκητο
μες στο ατελείωτό μου,
της Θηβαΐδας έρημος και καλαμοκαλύβα,
παλιό ψωμί, τεφρό νερό σε πήλινο λαγήνι,
ψάθα πλεγμένη άτεχνα με νήματα από σπάρτο,
ρούχο από γιδοτόμαρο, τραχύ σαν ώρα μάχης,
όπου στον ίδιο θόρυβο χτυπιούνται τυφλωμένες
η αγωνία που έρχεται απ’ τον ένοικο καιρό
και η προσευχή μου η έκπληκτη για πράγματα
που υπάρχουν, συντρίβοντας στην πτώση τους
τις τέσσερις πανάρχαιες γωνίες της ανάγκης.

Νύχια με σκίζουν, με δαγκώνουνε πουλιά,
σκορπιών ευκίνητα κεντριά
στριφώνουν το κορμί μου,
στα σωθικά μου οι οχιές
καρφώνουν μαύρα δόντια.
Φυσά τη στάχτη ο δαίμονας
και στην καινούρια φλόγα
ορθώνεται ο ίσκιος του
σαν χώρα επαγγελίας.
Χτύπα λοιπόν, μπρος, δυνατά,
λουριά σφυρίζουν στα μπράτσα
και στη ράχη μου αναλυτό μολύβι,
να κροταλίσουν τα οστά,
να γυμνωθούν τα νεύρα,
ν’ αγκαλιαστούν στα χέρσα μου
το αίμα με το αίμα.


Α Κύριέ μου, Κύριέ μου
πόσο ακόμα θα γεμίζει τη σιωπή
η ταραχή της ψεύτικής μου πάλης,
το έξω τούτο πόσο θ’ αρνηθώ∙
όπου αν στραφώ είναι παντού
χωρίς να λιγοστεύει.

Από τους φθόγγους ξεκινώ και ξεπερνώ
τους φθόγγους, μ’ ένα κοπάδι πίσω μου
ζητιάνων και ληστών, να σέρνουν,
σαν πολεμιστές, ποτάμια ματωμένα,
βουλιάζοντας στο αμάρευμα
μιας ηττημένης πίστης.

Δεν μου απαντάς,
αν ό,τι ονόμασες τ’ ονόμασες για πάντα
κι αν ό,τι έχει ομοιωθεί
είναι κι αυτό για πάντα ομοιωμένο.

Δεν μου απαντάς. Αν σου χρωστώ
το σώμα μου και τη συνενοχή του,
άραγε εσύ ποιο εγένετο του Λόγου σου χρωστάς;
Δεν μου απαντάς.

Από τη συλλογή Σώματος Λόγος (2004)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou


Hieronymus Bosch, Triptych of the Temptation of St. Anthony (oil on panel, ~ 1501)
Πηγή: wikipedia


Σταύρος Ζαφειρίου, Ιερώνυμον

[Ενότητα Ο λόγος]

Ο στοχασμός μακριά, μακριά η γνώση,
αυγό και σπάζει, απ’ το τσόφλι του ανεβαίνει
η καμινάδα ερειπίου σπιτιού,
σώματα υβριδικά, καθώς αλλάζουν
από την ενατένιση σε λάγνο υπαινιγμό.
Πόθοι κρουστοί στα διάσελα,
ενσάρκωση και θέαμα ατελών αμαρτιών
και μανιασμένες αγκαλιές που καταπίνουν
τεράστιες σαυροουρές ψυχές
–ποιος θα χορτάσει τις γενιές τόσων αβύσσων;–
Κι επίβλημα που απλώνεται σε κερασφόρο δέντρο,
για να λουστεί στο κούφιο του η βασίλισσα γυμνή.
Κι έντομα επιθετικά και θυμωμένα ψάρια
και μάγοι, αντιγράφοντας τα θαύματα θεών.

Κι ενώ του αγριόχοιρου η κεφαλή διαβάζει
μεγαλογράμματες γραφές, κι ενώ οι απολαύσεις
κερνούν σε κύπελλα χρυσά εκκρίσεις τρωκτικών,
και μένουν οι αλχημικές μορφές προσηλωμένες
η μια στης άλλης την εικονική αιωνιότητα,
γονατιστός ο άγιος στου άβατου το στηθαίο,
με τον δεξί βραχίονα ψηλά,
τα δάχτυλα να ευλογούν μιας σταύρωσης το αίμα,
να ευλογούν το επιτάφιο φως∙
η όψη του στραμμένη αλλού, να δει φοβάται
πόσο μακριά του είναι ο σταυρός,
πόσο ιδρωμένα τα μαλλιά του εσταυρωμένου,
πόσο βαθιά μπηγμένα τα καρφιά.

Σημείωση του ποιητή:
Το Ιερώνυμον οφείλεται στον πίνακα «Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου» του Φλαμανδού ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος (1450-1516).


Από τη συλλογή Σώματος Λόγος (2004)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Βαλπούργειον

[Ενότητα Το σώμα]

Το ικρίωμα είναι η θυσία μου Κύριε,
το ικρίωμα είναι η τροφός∙ το θηλάζεις,
σαν στήθος και σ’ ευφραίνει
με των σπλάχνων μου την κνίσα.

Βρίσκομαι εδώ,
πάνω απ’ τα χέρια του χορού που τα υψώνει
στο πιο πυκνό σημείο του καπνού
ξετρελαμένος,
μες στην αιχμαλωσία μου
δεμένη απ’ άκρη σ’ άκρη.

Να ομολογώ
πως χόρευα στα νυχτωμένα δάση
παραμονή πρωτομαγιάς, γύρω απ’ τον όρθιο
τράγο, με γυμνωμένο το κορμί, με τα μαλλιά
λυμένα, μαλλιά μακριά και κόκκινα
σαν χορτασμένες βδέλλες.
Πως προσκυνούσα ανίερα του δαίμονα το κέρας,
πατώντας κάτω το σκουφί του θηλυκού μου γένους,
κλείδωνα και ξεκλείδωνα τα στόματα
των λύκων κι έφευγα με το πέταγμα
το αργό της άσπρης χήνας.

Να ομολογώ
μαύρο ψωμί, στεφάνι από τσουκνίδες,
ευφόρβιο κι ελλέβορο, στρύχνο
και μανδραγόρα, λιωμένη φεγγαροσκιά,
ηλιοτρόπιο κι αιθάλη, θηρανθεμίδα, ζαφορά,
κώνειο, τορμεντίλια, πεντάφυλλο, αγριοσέλινο
κι υδρόβια παστινάκη.


Βρίσκομαι εδώ,
κόρη κι εγώ μιας μακρινής γυναίκας,
γυναίκας πίσω απ’ όλες τις γυναίκες,
γυναίκα που γεννήθηκα στο κάτω των θαυμάτων.

Εδώ που ο ζέφυρος θερίζει τη σοδειά μου
και δεματιάζει ο φύλακας τα διπλωμένα στάχυα.
Μάνα γριά βασίλισσα της άστοχής μου τέχνης,
δέντρο μικρό ανθρώπινο με τυλιγμένα μάτια,
με ξέσκεπους αστράγαλους ν’ αγκομαχούν τον πόθο,
χώμα μαζί και φως του φεγγαριού.

Γυναίκα, παραδίνοντας τον φόβο
στην έκλαμψη της σάρκας μου,
καίγοντας την ψυχή μου.

Να ομολογώ
πως Σάββατο έγραψα τ’ όνομά μου
στο σκοτεινό βιβλίο του
με άπρεπη γραφίδα, βουτώντας την
στου αίματος την παλαιά υδρία.
Και άλλο από τότε δεν κατοίκησα στη γη∙
στους δύο θόλους έσμιξα το τέλος με το τέλος,
ξοδεύοντας το έλεος ανάμεσα σ’ αιθέρες.
κλώνος οξιάς σαλεύοντας στις μουσικές
των φύλλων, στην ασελγή αποκάλυψη
του μαθημένου χρόνου.

Να ομολογώ
νύχτες κακές και μέρες σαλεμένες,
γουρούνα μαύρη, κολοβή, σε χαλασμένη στάνη,
ιεροβοτάνη, όπιο, φτέρη ημισελήνου,
πράσο και λυκοβότανο
και σκόνη μπελαντόνας
και άγρια ζιγγίβερη κι ακόνιτο κι αλεύρι.


Είμαι εδώ
και είναι εδώ το σώμα μου που του ανήκω
όλη, στον κοντινό του θάνατο,
στο απόλυτο όριό του.
Μέσα απ’ τον θάνατό του να μοιράσω τη ζωή
κάτω απ’ τη γη, πάνω στη γη και στ’ ουρανού
το αλλότριο, στην επικράτειά σου.

Και είναι εδώ το σώμα μου,
το αστόχαστό του πείσμα
να έχουν θέση μέσα του μονάχα τα ορατά
και να μετρά το άπειρο στα μέτρα των ανθρώπων.
Να είναι ολόκληρο παντού
και τίποτε να μη χωρά όλη του τη λαχτάρα.

Να είμαι ολόκληρη παντού,
σ’ όλες τις υποσχέσεις∙
στην κούρνια του μικρού πουλιού
και στη μονιά του κάπρου,
στον βράχο που η άρμη του κλωσά την αλκυόνα,
στην αδειανή πλατεία του καλοκαιριού,
στο έρημο σπίτι όπου αντηχεί το χτεσινό φεγγάρι,
στο στρώμα μου, σταλάζοντας
τους τρόπους της αγάπης.
Να ζώνει ο ήλιος ξέφρενος το τρίχινό μου ρούχο.

Είμαι εδώ, στο σώμα μου,
στην υπαρκτή του όψη,
με τον τροχό, το βούνευρο και το καμένο λάδι,
τ’ αγκάθια που καρφώθηκαν σε τρομαγμένα νύχια,
υποταγμένη στην κουρά,
στην κορυφή του εξαγνισμού οδηγημένη.

Να ομολογώ
λίπος παιδιών που τα ’χουνε ξεθάψει,
χολή πουλιών κι αυγά φιδιών μέσα σε φύλλα λεύκας.


Έκαψε η καθαρή φωτιά και η τέφρα ακόμα καίει.
Σκάει άνθος παράφορο
κι ο στήμονας βαθιά με συνεπαίρνει.
Του κόκορα η βραχνή φωνή μιλά καθάρια λόγια.

«Στα σκέλη της σαρώθηκαν τα πνεύματα της λόχμης
κι εντός της χώνεψε ο καιρός τα νεκρωμένα φύλλα.
Κύλησε πίσω ο ουρανός, λιχνίζοντας τη μέρα
και μάνιασαν στις φλέβες της οι στρόβιλοι του σκότους.»

Πέρα απ’ τους φράχτες ξεδιαλέγεται η λιγνύς
και ημερεύουνε ξανά οι ανάσες των αγγέλων.
Μένουν των αγροτόσπιτων οι πόρτες ανοιχτές,
γεμίζουν τσακμακίσματα των κοπαδιών οι στράτες.

Αρχαία νύχτα και στροφές των ποταμών
κι αέρα φορτωμένε τον στεριωμένο κόσμο
και πολιτείες κινητές από την ιστορία
κι αχειροποίητοι βωμοί στην πλήρωση της χάρης,

ποιος είναι ο τόπος που σκορπίζεται η ψυχή
και βγαίνει από το δέρμα του ο λαμπερός αστρίτης;
Πού κατακάθεται η σποδός σαν σπόδιο του νου;
Που μάχεται η παλιά αρχή με το καινούριο τέλος;

Από τη συλλογή Σώματος Λόγος (2004)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Succubus

[Ενότητα Το σώμα]

Μαστάρι μαύρου φεγγαριού που το αρμέγει
η Σίβυλλα, να θρέψει μαύρη κόρη,
κορμί ολάκερο γυμνό
στο κέντρο του ιερού, ένυλη μνήμη
ο ξεδιάντροπος χορός, το φλογισμένο
φούσκωμα του στέρνου,
ριγώντας μες στο παρελθόν∙
απ’ το σκοτάδι του είχε προφητέψει
το πρόσταγμα του σώματος να γίνει αθανασία,
να σβήσει η ύβρις του άμετρου
και να γυρίσει ο κύκλος.

Δεμένος πάνω στον τροχό ο θηλυκός της
οίστρος, να διατρυπά την ύπαρξη
και να ξαναφωτίζει
οράματα ανυπόταχτα σε μια καινούρια τάξη,
σκύλα, γυναίκα αδέσποτη, που ξεψυχά
σαν θύελλα, καθώς γλείφει το αίμα
από την άλω του στερνού της εραστή∙

να ο κόσμος, νέος, άχρονος, χωρίς μπροστά και πίσω,
αληθινός σαν δωρητής, να ο αναγκαίος κόσμος,
φτιαγμένος απ’ το τίμημα, όχι από τη συγγνώμη.

Από τη συλλογή Σώματος Λόγος (2004)
Η ξυλογραφία του Τάκη Τσεντεμαΐδη, η οποία ακολουθεί το ποίημα στο βιβλίο:

Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Θεοφαγία

[Ενότητα Το σώμα]

Οι αισθήσεις λυτρώνουν το σώμα μου Κύριε,
μονάχα οι αισθήσεις μου του ανήκουν∙

μπροστά στην τάξη ενός επίμονου ορίζοντα,
όπου οι αρχάγγελοι διασχίζουν τον αέρα
με την αλαζονεία των θριάμβων τ’ ουρανού
κι ανεμοδείχτες πετεινοί
κορδώνονται στις στέγες,
δονώντας στο λαρύγγι τους
την απειλή του νόστου,
άλλο από τούτες δεν έχω να καλώ,
άλλο δεν έχω να τολμώ το δόσιμό του.

Όταν οι αισθήσεις έρχονται κοντά
και βουερά τ’ αυλάκια τους κυλούν
το ένα στο άλλο, στριφογυρνώντας διαρκώς
σε κύκλους και στενεύουν, μέχρι που
συσπειρώνονται σ’ ένα αφρισμένο κέντρο,
το σώμα κουλουριάζεται ξανά
στη γέννησή του, σαν ν’ αφουγκράζεται
την πρώτη του ωρυγή.

Όταν η σάρκα αισθάνεται,
είναι σαν ν’ απαιτεί το μερτικό της
ολόκληρο απ’ το ίδιο της μισό,
γεφύρι είναι μονότοξο που δένει τις δυο όχθες
πατρίδας ίδιας κι επιστρέφει την ηχώ.

Όταν το σώμα γίνεται κορμί
και με τα νύχια του αρπάζεται απ’ τον χρόνο
κι αποτραβιούνται τα νερά και φαίνονται
τ’ αχνάρια της γύμνιας που αντιγράφεται
στο φως και παραστέκει το άφραστό της,
αυτός είναι ο αρχαίος του χορός,
το τελευταίο στάσιμο πριν απ’ την έξοδό του.

—Το σώμα μου δεν σε χωρά. Μεγάλωσέ το.
Μεγάλωσέ με. Φτάσε με στο μηδέν.
Όπου αν μ’ αγγίξει η θέρμη σου θα γεννηθώ σαν άστρο,
θα ωριμάσει η γεύση μου, θα χορτασθεί ο κόσμος.

—Το σώμα σου ζυγιάζεται σαν θάμπωμα του λίβα
κι ο κόσμος μένει αθέατος στην περιδίνησή του.
Σταφύλι φρεσκοτρύγητο στα δόντια των εφήβων
τα δίδυμά σου ιερά χρησμοδοτούν τον πόθο.


Οι αισθήσεις πληρώνουν το σώμα μου Κύριε,
τα κλάσματα της άγονής σου ύλης.
Μέσα στις φλέβες μου ζητώ το προσιτό
των ρόδων, το στήθος μου ανεμόμυλος
σε άτακτη τροχιά, πόρτα στενή, για να διαβώ
απ’ τη σιωπή στους ήχους, αλφάβητο, να διδαχτώ
το πίσω μου κενό.

Όταν οι αισθήσεις σπάνουν τα δεσμά
κι ανασκιρτούν, τραυλίζοντας σαν ταραγμένη ανάσα,
σαν δίψα που βυζαίνει των βράχων τις ρωγμές,
όταν οι μέρες καίγονται σε ό,τι έχουν ζήσει
και μένει μόνο η στάχτη μιας αξόδευτης σορού,

είναι σαν ν’ αποδίδονται στην άφεση
όλα τα ερωτήματα και οι φόβοι,
να γίνεται η στέρηση ρευστή σαν τη γιατρειά της,
είναι σαν να φιλιώνεται της φλόγας ο σφυγμός
με τη γιορτή που πάλλεται στη ζωντανή της όψη.

Την ώρα που το σώμα ζει δεν θέλει
να επιστρέφει στους δίσεκτούς του
ορισμούς, στο ξόδεμα της μνήμης.
Την ώρα πριν απ’ το πολύ, όταν ακόμη
η απαντοχή είναι τριγμός
και ο τριγμός ανοίγει αποστάσεις
και δεν υπάρχουν παρά τα
βαθιά σημάδια της λαχτάρας,
το αδιάκοπο αντιγύρισμα
του ασφυκτικού μου νου∙
την ώρα αυτή, μόλις ξεριζωμένος
απ’ τα μάτια, στο χείλος μιας αστόχαστης
και άπληστης στιγμής, καθώς τρελός
που αφήνεται στον λείψανο εαυτό του,
στο τέχνασμα ενός έρωτα που τον αιφνιδιάζει,
απλώνομαι στο σώμα μου, γυρεύοντας το σώμα
στη λύσσα του κοβάλτιου, στην έκρηξη της ώχρας,
στο κιαροσκούρο του άνθρακα, στο αμύητο λευκό.

—Τι σου είμαι; πες μου, και προστάζεις την αγάπη μου.
Με κέρδισες χωρίς ποτέ να μ’ έχεις χάσει.
Τι σου είμαι; πες μου, και ζητάς τα αινίγματά μου.
Θέλεις να σου υποταχτώ σαν θλιβερή πουτάνα,
να υψωθώ σε τελετή, ν’ ανοίξω σαν θυσία.
Έλα λοιπόν, πιες τις γωνιές
όλου του σώματός μου,
δώσ’ με ξανά στο σχήμα μου κι επίστρεψε
το σχήμα μου ξανά στο πρόπλασμά του.

—Ξέφρενου ζώου σκοτεινό λαχάνιασμα, μουσούδι
φλογισμένο, μια μαχαιριά απ’ την κοιλιά
ως την επιθυμία∙ μυρίζω το αίμα μέσα σου,
ψάχνω το πρόσωπό σου, να το μυρώσω
στους δικούς σου τους χυμούς.
Είσαι θνητή, μας σαν αθάνατη τη σάρκα σου σπαράζω,
τρώγοντας ό,τι απόμεινε απ’ τη βεβήλωσή σου∙
τα έμπυρά σου στον βωμό χρησμοδοτούν τα πάθη.


Το σώμα αφανίζει το σώμα μου Κύριε,
τον ξακουστό μου δαίμονα στον ξακουστό του τρόπο,
κομμάτια της αρματωσιάς απάνω στην αρμύρα,
ένα δεμάτι πάλιουρα, σαν γερασμένο τέλος,
εκεί όπου μένουν άσπονδοι οι αρχαίοι ναυαγοί,
εκεί, στο άγρυπνο κενό, ανάμεσα στις ξέρες,
διαθήκη της παλίρροιας, γραφή τυφλού
ανορθόγραφου στο φως.

Κόκκινος ήλιος δυνατός, λεπίδι τροχισμένο,
σχίζοντας τα ονόματα, χωρίζοντας
πλευρό από πλευρό,
κι είναι ο αέρας μοναχά που ήσυχα φιμώνει
με το στεγνό του πέρασμα ανάμεσα στα ρείκια,
χαρίζοντας το ένδοξο του ενός
στην άδοξη συνήθεια του άλλου.

Αυτό είναι το σώμα που διαίρεσες,
προικίζοντας με άγνοια τη γνώση,
μήτε αδειανό μήτε γεμάτο από πνοή,
να ισορροπεί την ακριβή μορφή του
σ’ ένα διαρκές κι επίορκο παρόν,
μετρώντας και προσθέτοντας ό,τι το κατευνάζει.

Αυτό είναι το σώμα που φωνάζει τη ζωή,
κοιτάζοντας ολόισια στους ανοιγμένους τάφους
τη στοίχιση των ταπεινών κι αμοίραστων οστών,
ενώνοντας περίπαθα την άσυλή του γύμνια
με το απτό παρόμοιο του άλλου του μισού,
μέχρι να φτάσει η φωνή του στην αρχή,
στο γεννημένο αδύνατο, στο άγνωστό του ένα.

Από τη συλλογή Σώματος Λόγος (2004)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools