doubter → αμφιβάλλω, αμφισβητώ, έχω αμφιβολία, έχω αβεβαιότητα, είμαι σε αμφιβολία, βρίσκομαι σε αμφιβολία, είμαι σε αβεβαιότητα, βρίσκομαι σε αβεβαιότητα, δεν είμαι βέβαιος, δεν είμαι σίγουρος, δεν είμαι πεπεισμένος, θέτω εν αμφιβόλω
spiros ·
1 · 67