λογισμικό το [lojizmikó] O38 : το σύνολο των προγραμμάτων και των γλωσσών προγραμματισμού που χρησιμοποιεί ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής. [λόγ. λογισμ(ός)I -ικό, ουδ. του -ικός]
ΛΚΝ
λογισμικό (το) (ΠΛΗΡΟΦ.): τα προγράμματα που εκτελούνται σε έναν Η/Υ. Υπάρχουν δύο είδη λογισμικού: το λογισμικό εφαρμογών και το λογισμικό συστήματος, που είναι βασικά το λειτουργικό σύστημα (εδώ περιλαμβάνονται οι βασικές λειτουργίες του υπολογιστή, όπως ο έλεγχος των προγραμμάτων που τρέχουν κάθε στιγμή). [ΕΤΥΜ. Απόδ. του αγγλ. software]
ΛΝΕΓ