εφορία, εφορεία και ευφορία
εφορία η [eforía] O25 : δημόσια οικονομική υπηρεσία που είναι αρμόδια για τη βεβαίωση φόρων και για την είσπραξη τελών ή άλλων προσόδων: ~ κεφαλαίου / κληρονομιών. || το κτίριο στο οποίο στεγάζονται οι υπηρεσίες της εφορίας: Δεν μπήκα από την κύρια είσοδο της Eφορίας. [λόγ. έφορ(ος) 1 -ία (διαφ. το αρχ. ἐφορία = εφορεία 1)]
εφορεία 1 η [eforía] O25 : υπηρεσία ή διοικητική αρχή που εποπτεύει κπ. τομέα δραστηριότητας: ~ κλασικών / βυζαντινών / εναλίων αρχαιοτήτων. ~ νεότερων μνημείων. ~ προσκόπων. [λόγ. < αρχ. ἐφορεία, ἐφορία `εξουσία εφόρου22΄]
εφορεία 2 η : εφορία. [λόγ. < εφορία ορθογρ. κατά το εφορεία 1]
ευφορία 1 η [eforía] O25 : η ιδιότητα του εύφορου, πλούσια παραγωγή: H ~ της γης. [λόγ. < ελνστ. εὐφορία, αρχ. σημ.: `δύναμη υπομονής΄]
ευφορία 2 η : συναίσθημα μεγάλης ψυχικής ευεξίας, ψυχική ευφορία• (πρβ. δυσφορία): H αρχική αισιοδοξία και ~ έδωσε αργότερα τη θέση της στην περίσκεψη και στη δυσαρέσκεια. Όταν πίνει κρασί νιώθει ~. || (ψυχιατρ.) υπερβολικό συναίσθημα ψυχικής και σωματικής ευεξίας, που προκαλείται από διάφορες ψυχικές ασθένειες ή από ναρκωτικές ουσίες: Bρίσκεται σε κατάσταση ευφορίας. [λόγ. < ελνστ. εὐφορία `αίσθηση ανακούφισης σε αρρώστια΄ σημδ. γαλλ. euphorie < ελνστ. εὐφορία]