My love is as a fever, longing still For that which longer nurseth the disease, Feeding on that which doth preserve the ill, Th’ uncertain sickly appetite to please. My reason, the physician to my love, Angry that his prescriptions are not kept, Hath left me, and I desperate now approve Desire is death, which physic did except. Past cure I am, now reason is past care, And frantic-mad with evermore unrest; My thoughts and my discourse as madmen’s are, At random from the truth vainly expressed: For I have sworn thee fair, and thought thee bright, Who art as black as hell, as dark as night.
| Η αγάπη μου σαν θερμασμένη λαχταράει ό,τι κρατάει την αρρώστια πιο πολύ, ζητάει ό,τι αβγαταίνει το κακό να φάει, να ευχαριστάει όρεξη αμφίβολη, λωβή. Θυμώνει η κρίση, της αρρώστιας μου ο γιατρός, αφού δε γίνεται ό,τι ορίζει και μ’ αφήνει απελπισμένον, με τη γνώση πως χαμός ο πόθος και η γιατρική τον αποκλείνει. Ούτε γιατρειά ’χω, ούτε με νοιάζεται κι ο νους κι αλλοφρενος και πιο ανήσυχος ολοένα σκέψεις κάνω και λόγια λέω σαν τους τρελούς μακριά από την αλήθεια, κουτουρού ειπωμένα. Σου ορκίστηκα πιστός σου, ότι είσαι ωραία, λαμπρή, κι είσαι μαύρη σαν άδης, νύχτα σκοτεινή.
|