Στράτης Μυριβήλης, Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (απόσπασμα)
ΕΙΝΑΙ λογής παλικαριές, είναι και λογής παλικάρια. Το κάθε τι στη ζωή το αγναντεύεις και το χαίρεσαι μέσα στον περίγυρό του. Όμως μέσα του είναι κ' ένας σκοπός που το κυβερνά, κι αυτός είναι που του δίνει το νόημά του. Κάθε καρπός θέλει τη γης και το κλίμα του για να μελώσει, θέλει κ' ένα στόμα να τον βυζάξει. Κάθε καράβι θέλει τα νερά του για να πλέψει, όμως η μοίρα του, εκεί σ' ένα μακρινό λιμάνι στέκεται και το καρτερεί. Έτσ' είναι.
Μόνο το Βασίλη τον Αρβανίτη, που στάθηκε μέσα στα παιδιάτικά μου όνειρα ο αρχάγγελος της παλικαριάς, τόσα χρόνια περνούσαν από πάνω μου, μέστωναν τη στόχασή μου, και μολαταύτα δε μπορούσα να καταλάβω το θάμα της ορμής του. Τι γύρευε, πού τραβούσε και τι πίστευε. Και μόνο τώρα, που ωρίμασε ο καημός στην ψυχή και στέριωσε ο καιρός την αντριά μου, τον κατάλαβα.
Σήμερα, από την κορφή της ζωής, γυρίζω τα μάτια προς τα περασμένα, αγναντεύω τους αλλοτινούς ανθρώπους που έφυγαν, ανιστορώ τα πρόσωπα, τις κουβέντες και τα διανέματα. Μια ανάσα ζεστή και γλυκιά, έτσι σαν από ζεστό ψωμί, έρχεται από κει, γλείφει το πρόσωπο, ψιλή φλόγα.
Μοσχοβολά αβαγιανούς και ρίγανη, σταφύλια πατημένα και τσακισμένα φύλλα της πικραμυγδαλιάς, που κανένας μας δεν άπλωνε να κόψει τα τσάγαλά της πάνω από τη στέρνα. Είναι οι αψιές μυρουδιές της θαλασσινής εξοχής και του σπιτιού, που μου στέλνουν τα παιδιάτικα καλοκαίρια. Τα νησιώτικά μου τα καλοκαίρια.
Περνούν μπροστά από τα μάτια μου, χτυπημένα απότομα από τα ασημένια σπαθιά των μεσημεριών. Τραγούδια Αιγαιοπελαγίτικα πάνε κ' έρχουνται, ορμούν σαν τα χελιδόνια γύρω στις κούνιες, που πετάν από δέντρο σε δέντρο. Γεμίζουν βουή τις βάρκες και τις ταβέρνες.
Κάτι αγόρια τα τραγουδάνε, βασανισμένα από τη φαντασία και τα μυστικά τους οράματα. Ακροζυγιάζουνται ξεσκούφωτα πάνω σε πανύψηλους βράχους όρθιους, που έχουν το χρώμα του φρέσκου ατσαλιού και μάλλιασαν οι σκισμές τους από το μούσκλι. Τα πρόσωπα στράφτουν από τη ζωή, μορφάζουν με πάθος, γανωμένα από τ' αλάτι και τον ήλιο. Χουγιάζουν τη θάλασσα κατάμουτρα. Κι αυτή ξαμολάει κατά πάνω τους κάτι κύματα, στηθάτα αλόγατα. Όλ' αυτά φωσφορίζουν, δονίζουν μαγικά τον αέρα. Οι πνοές έρχουνται και μοσχοβολούν τη μνήμη, σα μακρινές πυρκαγιές από δάσα.
Και μέσα στην καρδιά αυτού του μαγικού κόσμου, στέκεται τροπαιοφόρος ένας ξανθός παλίκαρος. Πότε χαμογελά καλοσυνάτος και ζευγαρίζει πίσω με τ' άσπρα δάχτυλα κάτι ξανθά μαλλιά σαν από φως. Πότε πάλι συννεφιάζουν τα μαβιά μάτια του. Γίνουνται μολυβιά σα δυο σφαίρες του γκραδιού και το κάτω χείλι ξεβγαίνει με το μορφασμό του ερεθισμένου αγριμιού, που οσμίζεται να χιμήξει.
Σαν τι γύρευε και χτυπιόταν με τόσον καημό η παλικαριά του Βασίλη του Αρβανίτη; Με τους ανθρώπους και με το Θεό χτυπιόταν, με ξένους και δικούς, με το καλό και με το κακό έπιανε αμάχη. Και ποτές δεν έλεγε να καταλαγιάσει ο παραδαρμός του.
Στοχάζουμαι κάτι νερομάνες, που αναβρύζουν ολομόναχες στην ερημιά κάτ΄από τον ουρανό. Τινάζουν τη δροσιά τους μέσα από την πυρωμένη πέτρα και κανένας δεν είν' εκεί ν' απλώσει τη φούχτα στο χόχλο, ν' ανεστηθεί η καρδιά του. Μήτε άνθρωπος, ούτε θεριό, ουδέ πουλί, μηδέ χορτάρι. Τα νερά τάχατες τραγουδούν για τον εαυτό τους; Η χαρά τους βουίζει μάταια, δίχως να ξεδιψάσει ψυχή;
Ας μην αμαρτάνουμε. Τίποτα δεν πάει στα χαμένα, αφού είναι ο Θεός γυροπερίγυρα και ανασαίνει γαληνά την ειρήνη του. Αυτός τα χαίρεται, πίνει τα νερά κι ανεγαλλιάζει από τη δροσιά η φλογερή καρδιά Του. Είναι απλωμένη η χαρούμενη Παρουσία Του ως και στην πιο απόμερην ερημιά, εκεί που τρίζει ο άμμος μες στη μοναξιά και δε βρίσκει μια χαραμίδα για τη ρίζα της η πιο ταπεινή κάπαρη. Αυτός χαμογελά προς την έρημη πέτρα, που την ψήνει ο ήλιος και μυρίζει θειάφι, την καίγει και θρει μες στο καταμεσήμερο, αφράτη σαν το παξιμάδι.
Τέτοια, λογιάζω, θα ήταν κ' η παλικαριά του Βασίλη του Αρβανίτη. Ανάβρα αχρείαστη για όλο τον κόσμο, αξήγητη για τους ανθρώπους, όμως μεγάλη χαρά μπρος στα μάτια του Θεού, που σπαρταρούσε μέσα του.
Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε το 1943.