Οἱ δραστικές παρεμβάσεις
(Διήγημα)
Εἶχε περάσει τά σαράντα πέντε, ἄνθρωπος μέ ἐκλεπτυσμένο αἰσθητήριο καί, ἄν καί ἀκούραστος φίλος τοῦ λογοτεχνικοῦ βιβλίου καί τῆς ἀπαιτητικῆς ἀνάγνωσης, δέν εἶχε ποτέ ἐπιζητήσει νά ὑπογράψει, ἔστω μιά σύντομη διήγηση, ὡς συγγραφέας. Ἡ δουλειά του στό δημόσιο ἦταν ἐξασφαλισμένη, χωρίς ἀπρόοπτα, καί ἡ κορούλα του εἶχε ξεφύγει πρό πολλοῦ ἀπό τή νηπιακή φάση πού σήμαινε διαρκή ἐπαγρύπνηση τῶν γονιῶν της. Τώρα, μετά ἀπό ἀθόρυβη καί μοναχική δουλειά στό γραφεῖο του, οἱ δεκαεννέα μῆνες πνευματικῆς καί συναισθηματικῆς ζύμωσης -σκέψεων, γόνιμων ἀμφιβολιῶν, ἀπογοητεύσεων καί αἰφνίδιων ἐμπνεύσεων- εἶχαν ἀποκρυσταλλωθεῖ ἐπιτέλους στή γραπτή μορφή πού τούς ἔδινε τήν πιό εὔγλωττη καί ἑλκυστική ἔκφραση. Μέ ἀποστασιοποιημένο μάτι ξαναδιάβασε μετά ἀπό λίγο καιρό τό μυθιστόρημά του, ἀπό τήν ἀρχή ἕως τό τέλος, καί ἔνοιωσε, ὅσο πιό προσγειωμένα μποροῦσε, ὅτι εἶχε δημιουργήσει κάτι πού ἄξιζε νά δημοσιευθεῖ καί νά ζητήσει εὐθαρσῶς νά τοῦ θυσιασθεῖ ὁ χρόνος τῶν ἄλλων.
Τό ὑπέβαλε, μέ ἐλπίδες, σέ δύο ἐκδότες νά τό κρίνουν καί περίμενε εἰδοποίηση. Σέ δύο παράλληλα· τοῦ φάνηκε ἄκομψο -"παλιά δέν γινόταν", ἀντέτεινε σέ ἕναν γνωστό του πού τόν παρότρυνε ἔντονα μέ τό ἐπιχείρημα "τώρα ἔτσι τό κάνουν οἱ περισσότεροι". Ἦταν καιρός νά μάθει ὅτι στή μαζική δημοκρατία ἡ ἠθική ἁπλουστεύεται σέ ζήτημα συμπεριφορᾶς τῆς πλειοψηφίας.
Ἡ πρώτη ἀπάντηση, ταχυδρομικά, ἦταν ἀρνητική καί ἐπιπλέον μέ ἕναν τρόπο πού ἀποκάλυπτε ὅτι δέν εἶχαν μπεῖ στόν κόπο νά διαμηνύσουν τήν ἴδια ἄρνηση μέ τό "ὄχι" νά ἀπευθύνεται στό ἔργο καί ὄχι στόν ἄνθρωπο πού μόχθησε πίσω ἀπό αὐτό. Ἀπό τόν ἄλλο ἐκδοτικό οἶκο δέχθηκε ἕνα τηλεφώνημα νά περάσει, ἄν θέλει, ἀπό τά γραφεῖα τους, ἄν καί τόν προϊδέασαν καί ἐδῶ πώς "δέν θά εἴμαστε δυστυχῶς σέ θέση νά ἐκδώσουμε -τουλάχιστον σέ αὐτή τή μορφή- τό μυθιστόρημά σας". Ὁ ὑπεύθυνος τῆς λογοτεχνικῆς σειρᾶς τοῦ Οἴκου, στό φιλικό δεκάλεπτο τῆς συνάντησής τους, τοῦ ἐπανέλαβε τήν ἀδυναμία τους νά ἀναλάβουν τήν ἔκδοση, τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὅμως, σάν ἔμπειρος ἄνθρωπος στό χῶρο, ὅτι ἀναμφισβήτητα ὑπῆρχε ἕνα λογοτεχνικό βάρος, καθόλου εὐκαταφρόνητο, στό ἔργο του καί ἐνδεχομένως, "μέ κάποιες δραστικές παρεμβάσεις" πού ἀρκετά ἀόριστα τοῦ ὑπέδειξε, τό κείμενο θά μποροῦσε μιά μέρα νά βγεῖ στίς προθῆκες τῶν βιβλιοπωλείων.
Τώρα ὅλη ἡ εὐθύνη τῶν πρωτοβουλιῶν ξαναγύρισε σέ αὐτόν. Σκέφθηκε πρῶτα πώς, ἄν θέλει νά δεῖ δημοσιευμένο τό λογοτέχνημά του, ὅλες οἱ μετέπειτα κινήσεις ἔπρεπε νά ἀπορρέουν ἀπό αὐτή τή φιλοδοξία καί τυφλά νά τήν ὑπηρετοῦν. Χρειάσθηκε μιά ψυχική διεργασία γι'αὐτό, καθόλου εὔκολη, ἀπογυμνωτική ἑνός κοματιοῦ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐκλογικευτική γιά νά γίνει λιγότερο ὀδυνηρή καί νά θρονιασθεῖ στή συνείδησή του. Ἅπαξ καί τό κατόρθωσε, τά πράγματα μπῆκαν σέ ἐλπιδοφόρα τροχιά. Ἡ μιά ἰδέα ἔφερνε τήν ἄλλη σάν καραμπόλα στίς μπάλες τοῦ μπιλιάρδου.
Κατ'ἀρχάς ὁ γεωγραφικός χῶρος που διαδραματιζόταν ἡ ἱστορία του θά ἔπρεπε νά ἀλλάξει. Χονδρικά, μιλοῦσε γιά ἕναν ἄνδρα πού, μετά ἀπό μερικές συγκυριακές ἀστοχίες καί κρίσεις στή ζωή του, τήν ἐπαναπροσανατολίζει καί, ἀπορρίπτοντας τό φόβο τοῦ περίγυρού του καί τά κίβδηλα ὄνειρα πού τοῦ ἐμφύτευσαν, βρίσκει τό πλήρωμα τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ του. Μά αὐτό, σκέφθηκε, μπορεῖ νά ἐξελίσσεται ὁπουδήποτε· δέν ὑπάρχει κανένας λόγος, ἐπειδή ἐξ ἀρχῆς ἔτσι τό εἶχα συλλάβει -ἐκεῖ- γιά δικούς μου λόγους, νά τό τοποθετήσω, σώνει καί καλά, στά Μεσόγεια τῆς Ἀττικῆς. Διαβάζει ὁ ἄλλος, Καλύβια, Κουβαρᾶς, Μαρκόπουλο, πιό κάτω, καί βαριέται, τόν στραγγαλίζει ἡ πλήξη τῆς περιοχῆς. Ὅλο τό κείμενό μου φορτώνεται ἄδικα μιά κατήφεια μόνο ἀπό τήν ἕτοιμη σύνδεση τοῦ μυαλοῦ μέ τήν περιοχή· γίνεται παρανάλωμα τῆς μιζέριας της. Ποιά αἰσθητική χαρά νά φτερουγίσει στά τριόροφα-κουτιά μέ τήν πλάκα, στήν ξεραΐλα καί τή σκόνη; Ἔτσι φεύγει καί ὅλη ἡ μονοτονία τῶν διατυπώσεων: "στούς σκονισμένους δρόμους", "ξεπρόβαλε μέσα στή σκόνη τῆς παλιᾶς μάντρας", "ξεσκόνισε τίς πτυχές τῆς φούστας της". Σκόνες, τέρμα. Εἶναι καί αὐτά τά Καλύβια μέ τά παραδοσιακά γιαούρτια τους, πνίγουν αὐτόματα τό μυθιστόρημα στή στάνη καί τήν προβατίλα, χωρίς νά ὑπάρχει στό κείμενο ὁ παραμικρός κτηνοτροφικός ὑπαινιγμός.
Ταξίδεψε τά πρόσωπα σέ ἄλλα μέρη καί διαμερίσματα τῆς Ἑλλάδας. Πέρασε φευγαλαῖα ἀπό τή Ρόδο καί τήν Κέρκυρα, ἀλλά φρονοῦσε ὅτι προσέδιδαν στό κείμενό του μία τουριστική αὔρα πού τό φθήναινε. Τά Κύθηρα, μάλιστα· γοητευτικό μέρος, συχνάζουν καί κάποιοι διανοούμενοι γιά διακοπές· ἔβρισκε πώς δέν εἶχε φθαρεῖ ὡς νοερό περιεχόμενο. Ὅμως, σέ δεύτερη σκέψη, τά ἀπέρριψε· τό φάντασμα τοῦ Ἀγγελόπουλου, ἀπό τή γνωστή ταινία, δέν θά ἄφηνε τόν ἀναγνώστη νά ζήσει τό χῶρο μέσα ἀπό τή δική του γραφή. Κατέληξε σέ μιά συνοικία τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ τετριμμένη ἐπωδός τῆς "πανέμορφης Θεσσαλονίκης" τόσων Βορειοελλαδιτῶν καλλιτεχνῶν τοῦ θεάματος -πού κατά τά ἄλλα, μέ τήν πρώτη σοβαρή εὐκαιρία, τήν ἐγκατέλειπαν καί ἐγκαθίσταντο μόνιμα στήν Άθήνα- θά λειτουργοῦσε ὑπέρ του: νάρκωνε τό μυαλό τοῦ ἀναγνώστη σέ μία αὐταπάτη παρελθοντικῆς ὀμορφιᾶς πού, χωρίς κανένα δικό του κόπο, ἔδινε βάθος στούς χαρακτῆρες του. Ἐξάλλου τοῦ ἔφερνε καί πολυπολιτισμικότητα· μέ ἕνα σμπάρο, δυό τριγόνια. Αὐτή, ὅπως ἔβλεπε, ἦταν ἀπό τίς ἀναμενόμενες καί ἐπιβραβεύσιμες ἀρετές ἑνός πετυχημένου μυθιστορήματος στίς στῆλες τῶν κριτικῶν. Ἡ φιλολογία περί ἀδιάσπαστης ἱστορίας τῆς πόλης, ἀπό τά χρόνια τοῦ Κάσσανδρου, καί τό φιλοτεχνημένο προφίλ τῆς ἀνεκτικῆς βυζαντινῆς Θεσσαλονίκης, πού εἶχε καταναλωθεῖ μαζικά καί ἀστόχαστα ἀπό τά χρόνια τοῦ γιουγκοσλαβικοῦ προβλήματος, μεγιστοποιοῦσαν χωρικά τήν σημασία τῶν ἡρώων του καί τῆς δικῆς τους μικροϊστορίας.
Αὐτό τοῦ γέννησε μιά γειτονική ἰδέα. Ὁ θεῖος τοῦ ἥρωα, ἀπό τή μητέρα του, -γιά τόν ὁποῖο εἶχε σμιλέψει ὑποδειγματικά μία προσωπικότητα πονετικοῦ καί θυμόσοφου ἀνθρώπου- σφαγιαζόταν ἀπό τήν καταγωγή πού τοῦ φόρτωσε -τήν Ἀταλάντη Φθιώτιδας. Μέ ἕνα "κλίκ" τοῦ ὑπολογιστῆ, τό ἀδιάφορο καί ἀπρόσωπο ὑπόβαθρο, πού ὑπονόμευε τόν θεῖο σέ ὅλη τή λογοτεχνική δράση του, ἔγινε Ὀδησσός καί ἐνοφθάλμισε στό πρόσωπό του τήν αἴγλη τοῦ ἀκμάζοντος ἑλληνισμοῦ τῆς διασπορᾶς, ἀπό τά χρόνια τῆς Μεγάλης Αἰκατερίνης. Ἡ ἰδιότυπη συγγραφική εὐγονική ἐπεκτάθηκε καί σέ ἕναν ἔμπορο τοῦ μυθιστορήματος, στόν ὁποῖο φρόντισε τώρα νά χαρίσει -καί νά ἀποκαλύψει στόν ἀναγνώστη- μία ρίζα ἀπό τή Σμύρνη. Προσθέτοντας μιά ἐμβόλιμη ἀνάμνησή του ἀπό τά παιδικά χρόνια του στήν ἀλησμόνητη πόλη τοῦ μικρασιατικοῦ ἑλληνισμοῦ, σφετερίσθηκε γιά λογαριασμό τοῦ αὐριανοῦ βιβλίου του ὅλο τό μύθο τῆς Ἰωνίας καί τήν τραγωδία τῆς προσφυγιᾶς.
Αὐτή ἡ τελευταία λέξη ἦταν ἀρκετή, σέ συνθῆκες μαζικῆς μετανάστευσης στή χώρας μας, γιά νά μεταμορφώσει ἕναν ὀκνό "νεαρό, τακτικό θαμώνα τῆς δημοτικῆς καφετέριας" -χωρίς ἄλλες συστάσεις- σέ "ἕνα Ἀλβανόπουλο, δουλευτή, μέ ἀπονήρευτο βλέμμα στό πρόωρα γερασμένο ἀπό τίς δοκιμασίες πρόσωπο". Μάτωναν, τώρα, τά χέρια τοῦ μετανάστη ἀπό τή Σκόδρα ἀπό τίς βαριές ἀγροτικές ἐργασίες, στίς ὁποῖες τόν ὑποχρέωσε ὁ ἐπίδοξος λογοτέχνης γιά μία γλίσχρη ἀμοιβή, καί εἰσέπραττε ἐπιπλέον τήν ὑποτίμηση μιᾶς ἑλληνικῆς οἰκογένειας μικρομεσαίων αὐθαίρετων οἰκιστῶν μέ σωβινιστικές προκαταλήψεις. Ὅταν ὁλοκλήρωσε τή σχετική ἑνότητα, ὁ συγγραφέας ἔβαλε ἱκανοποιημένος ἕνα "νί" δίπλα στήν ἔνδειξη "ξενοφοβία-ρατσισμός" στόν κατάλογο τῶν προσαρμογῶν πού εἶχε σκεφθεῖ νά ἐπιφέρει στό μυθιστόρημα.
Τά λόγια φίλου, σέ συνομιλία τους γιά τά λογοτεχνικά πράγματα στήν πατρίδα μας καί τόν κόσμο, τοῦ εἶχαν ἐντυπωθεῖ καί ἦταν ἡ αἰτία, ἀλλά καί ἡ γέφυρα, ἀνάμεσα στήν προηγούμενη καί τήν ἑπόμενη τροποποίηση.
"Ἅμα δεῖς, περνάει πολύ ἡ ἀνεκτικότητα στά καινούργια μυθιστορήματα πού προβάλλουν. Καί νά συνυπάρχουν διαφορετικά στοιχεῖα θρησκείας, πολιτισμοῦ... ὅλα νά δείχνουν ἕνα ψηφιδωτό καί νά μή δεσπόζει μιά ὀντότητα. Ἔτσι τά θέλει ἡ πολιτική ὀρθότητα καί στή λογοτεχνία. Ἐδῶ, σέ τμήματα φιλολογίας σέ ἀμερικανικά πανεπιστήμια, σοῦ λέει πιά: Νά διδαχθοῦμε τόν Δάντη, γιατί; Ὠφελεῖ κανέναν ἕνα τέτοιο παραλήρημα μίσους καί διαστροφῆς, νά βασανίζονται παρανοϊκά οἱ αἱρετικοί ἤ οἱ ἄπιστοι στήν Κόλασή του. Καί ὁ Ὅμηρος, ἀπό μιά ἄποψη, ἕνα στρατιωτικό ἔπος αἵματος καί μία μυθολογία γιά τή γυναικεία συζυγική πίστη καί τήν ἐπιστροφή στήν πατρίδα ὡς ὑπέρτατων ἀξιῶν".
Ὁ ἥρωας ἦταν θεοσεβούμενος, ὀρθόδοξος· τό ἴδιο καί δυό ἀκόμη βασικοί, θετικοί χαρακτῆρες. Ὅταν τό ἔγραφε, τοῦ εἶχε προκύψει ἀβίαστα, ἔχοντας στό μυαλό του τή μεταπολεμική Ἑλλάδα πού ἔζησε, ἀλλά καί κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα πού βέβαια τά μετέπλασε, μέ τόν τρόπο του, στό μυθιστόρημα. Αὐτό μάλιστα ἀπέρρεε διακριτικά, σάν γενική αἴσθηση, μέσα ἀπό τήν πλοκή καί τούς χώρους, χωρίς νά δίνεται ἔμφαση εἰδικά στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί ἐμπειρία τῶν προσώπων. Ὑπό τό νέο πρίσμα ὅμως πού ὑπαγόρευε ἡ συνταγή ἔκδοσης καί ἐπιτυχίας, ὅπως τήν εἶχε κωδικοποιήσει, ξαναδιαβάζοντας ἀνατρίχιασε. Αὐτό μόνο λιβάνι δέν μύριζε. Θά ποῦνε κανένας θεοῦσος παραεκκλησιαστικός τό ἔχει γράψει, ὁπότε τελείωσε -θάφτηκε. Ἄμβλυνε λοιπόν σέ ὑπερβολικό βαθμό τό χριστιανικό ἀπόηχο καί κυρίως ἐξάλειψε δυό σκηνές προσευχῆς σέ ψυχολικά ἀδιέξοδα τοῦ ἥρωα. Ἀκόμη ἀντικατέστησε ἕναν φιλάνθρωπο ρασοφόρο, μέ περιστασιακό ρόλο, μέ μία κοινωνική λειτουργό εὐαισθητοποιημένη σέ θέματα ἀλκοολισμοῦ τῶν νέων. Τέλος, τήρησε δεξιοτεχνικά τίς ἰσορροπίες: χωρίς καμιά οὐσιαστική ἀλλαγή, ὁ γερο-κουρέας ἁπλῶς "βαφτίσθηκε" Σελίμ καί, σέ μία παράγραφο, ἐμφανίσθηκε νά δυσφορεῖ στό στομάχι, γιατί "εἶχε τηρήσει ἐξαντλητικά τή νηστεία τοῦ Ραμαζανιοῦ ὡς πιστός Μωαμεθανός".
Συμβουλεύθηκε τόν κατάλογό του καί προχώρησε στό λῆμμα "σπουδές". Μικροεπεμβασοῦλες τῆς στιγμῆς, σέ καίρια σημεῖα τῆς ἀφήγησης, εἶχαν γονιμοποιητική δύναμη γιά νά κλείσουν πονηρά τό μάτι στούς εἰδικούς τῆς λογοτεχνικῆς κριτικῆς ὅτι τό μυθιστόρημα -ἀνεξαρτήτως πλοκῆς καί προσώπων- εἶχε "ἕνα δικό μας ἀέρα". Μία ἀόριστη ἰδιοκτήτρια καταστήματος καλλυντικῶν προικίσθηκε τώρα μέ ἕνα μεταπτυχιακό τίτλο στήν ἱστορία τῆς τέχνης στό Μιλάνο, πού ποτέ δέν θέλησε νά ἐνεργοποιήσει ἐπαγγελματικά. Ἔδεσε ὅμως μέ δυό ἐπισκέψεις της σέ γκαλερύ ὅπου, διά στόματός της, ὁ συγγραφέας εἶχε τήν εὐκαιρία νά γαργαλίσει τήν αἰσθητική τοῦ ἀναγνώστη, περιγράφοντας λεπτομερῶς μία χρωματική σύνθεση καί δίνοντας ψήγματα προβληματισμοῦ γιά τά σύχρονα ρεύματα τῆς ζωγραφικῆς. Τό ἴδιο μέ ἕναν νεαρό ταξιδιωτικό πράκτορα μέ τόν ὁποῖο, χάρη στήν ἐγγραφή του τώρα σέ σπουδές γλωσσολογίας σέ ἀγγλικό κολλέγιο στήν Ἀθήνα, μποροῦσε νά ἐμφανίσει ξεκάρφωτα τόν Τσόμσκυ καί τή γενική μετασχηματιστική γραμματική.
Ἡ γραπτή γλώσσα του ἦταν δυνατή καί παραστατική· τό ἤξερε. Αὐτό ὅμως δέν σήμαινε ὅτι εἶχε ἀσυλία ἀπό τίς ἐπιβεβλημένες παρεμβάσεις πού θά τοῦ ἐξασφάλιζαν μιά ἔκδοση καί μάλιστα "εὐπώλητη". Μέ ἀκρίβεια φαρμακοποιοῦ ὑποβίβασε ἐλαφρά τό γλωσσικό ἐπίπεδο σέ δημοσιογραφικότερη στάθμη καί ἐνέβαλε, σέ διαλόγους κυρίως, φράσεις λαϊκότερες ἤ πρόστυχες, τοῦ δρόμου. Τοῦτο τό συγκεκριμένο ἦταν τό μόνο ἴσως σημεῖο πού χρειαζόταν πράγματι μιά πειστικότερη ἀπόδοση, διότι ἀπό τήν ἀγωγή του εἶχε μιά ἐγγενή αὐτοσυγκράτηση νά ἐμπιστεύεται ἀνόθευτο τόν καθημερινο λόγο τῶν ἀνθρώπων κάθε λογῆς. Διατήρησε μόνο ἕνα αὐστηρά ἐπιλεγμένο καί εὐάριθμο δεῖγμα λογιοτατισμοῦ, σάν συγκαλυμμένη ἀπειλή πρός τούς κριτικούς του, περισσότερο, ὅτι ἔχουν νά κάνουν μέ ἕναν πολεμιστή τοῦ λόγου πού μπορεῖ νά τούς περιλάβει καί αὐτός, ἄν φανοῦν ἐπιθετικοί ἀπέναντί του.
Γιά τήν ἑπόμενη παρέμβαση θά χρειαζόταν νά προσθέσει μερικές νέες παραγράφους ἐδῶ καί ἐκεῖ: ἔρωτας. Δέν ὑπῆρχε οὔτε μία ὁλοκληρωμένη περιγραφή σεξουαλικῆς πράξης -στά ἐρωτικά κομάτια, ὅταν πιά φούντωνε τό πάθος τῶν δύο ἐραστῶν, τελείωνε ἐσπευσμένα τή σκηνή μέ φράσεις ὅπως "ἔνοιωσε τά ζεστά μπράτσα του στό κάτω μέρος τῆς ἀκάλυπτης πλάτης της καί τόν ἄφησε νά ἐξερευνήσει τά πιό κρυφά μυστικά τοῦ κορμιοῦ της" ἤ "τά χείλη σώπασαν, τυλίχθηκαν τά μέλη καί μίλησαν τά σώματα", καί αὐλαία. Ἀλλοῦ, πάλι, ἔκλεινε τό δαιμονισμένο φωτιστικό μόλις ἄρχιζε ἡ περίπτυξη καί, μέσα στό κατασκόταδο, τά ἄφηνε ὅλα στή φαντασία καί τή ξεδιαντροπιά τῶν ἀναγνωστῶν. Τώρα ἀνέλαβε τίς εὐθύνες του. Γέμισε πολλές σειρές μέ τό πῶς "συσπάσθηκε ἡ λεκάνη της", "ὀρθώθηκαν οἱ σκληρές ρῶγες της", "μούγκρισε ὅταν δονήθηκε ὁ ἀνδρισμός του", "σφηνώθηκε στό μεταξένιο μαξιλάρι τῶν ὀπισθίων της", καί ὁ ἴδιος, σέ λογοτεχνικό ὀργασμό, ἔνοιωσε τήν ἱκανοποίηση πώς συναρπάζει μέ τίς περιγραφές του, τόν μέν ἄνδρα ἀναγνώστη νά αἰσθανθεῖ πώς εἶναι αὐτός ἡ ἀσυγκράτητη παλινδρομική μηχανή τοῦ ἐπιβήτορα, τή δέ ἀναγνώστρια νά παραδοθεῖ ἐρεθισμένη στό φαντασιακό ἐρωτικό παροξυσμό πού σκηνοθετοῦσε.
Ἡ τελευταία διόρθωση ἦταν ἁπλή καί διασκεδαστική σάν παιγνίδι -τό ὄνομά μας εἶναι ἡ ταυτότητά μας. Ὁ Μπάμπης, ὁ πρωταγωνιστής, μετονομάσθηκε σέ Κλεάνθη καί, ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, ὁ ὑπολογιστής ἀνέλαβε νά τόν μετονομάσει αὐτόματα στό πλῆθος τῶν ὑπόλοιπων ὀνομαστικῶν ἀναφορῶν του, ὅπου ἀπαντοῦσε μέσα σέ ὅλο τό κείμενο. Ἕτσι "ἔπεσαν" ἄδοξα ὁ Μένιος καί κάποιες Κική καί Λίτσα· ἡ Κατίνα τοῦ ἔργου -μιᾶς καί εἶχε μόνο τό ὄνομα ἀλλά καθόλου τή χάρη- ἀποκαταστάθηκε μέ ἕνα ἐνδιάμεσο "ερ", μέσα στίς συλλαβές της, στήν κοσμιότερη ἐκδοχή τοῦ ὀνόματός της. Ἀπό τήν κεκτημένη ταχύτητα τῶν μετονομασιῶν λίγο ἔλειψε καί ὁ Ζήσης νά καταντήσει Ἐρνέστος, ἀλλά διασώθηκε γιατί ὁ ἄλλος ἦταν ἀφόρητα βεβαρυμένος μέ συνειρμούς βραζιλιάνικης σαπουνόπερας.
Στήν παρουσίαση τῆς ἔκδοσης τοῦ μυθιστορήματος πού διοργάνωσε ὁ ἐκδοτικός οἶκος στή Στοά τοῦ Βιβλίου, ὁ ἐκδότης, ἕνας δημοσιογράφος ὑπεύθυνος φιλολογικοῦ ἔνθετου καί ἕνας γνωστός πολιτικός -ὅλοι- μίλησαν μέ θερμά λόγια. Ὁ συγγραφέας, ἀπό τή μεριά του, περιορίσθηκε σέ ἕνα σύντομο ἐπίμετρο γιά τήν πάλη τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, νά ὡριμάσει καί νά μορφοποιηθεῖ στή συνείδησή του ὁ κυκεώνας τῶν ψυχικῶν ἀναταράξεων καί τῶν διανοητικῶν προκλήσεων πού βιώνει. Εὐχαρίστησε μέ τήν καρδιά του τό πάνελ καί τό κοινό.
Τό μυθιστόρημα ξεκινοῦσε μέ τούς καλύτερους οἰωνούς καί οἱ πωλήσεις τό ἐπιβεβαίωσαν· διότι, ὅπως παρατηροῦσε μία κριτική στήλη, "μέσα ἀπό τή φωτεινή δέσμη τῆς περιπέτειας τοῦ Κλεάνθη πού τόν ὁδηγεῖ στήν αὐτογνωσία, περνοῦν ἀθόρυβα καί δεξιοτεχνικά -δοσμένες μέ μία τραγανή καί πάλλουσα γλώσσα-, τόσο οἱ μνῆμες τοῦ μείζονος ἑλληνισμοῦ, ὅσο καί οἱ κοινωνιοπολιτισμικές ἀρρυθμίες τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας, τῆς προσαρμογῆς τῶν ξένων μεταναστῶν καί τῆς σφυρηλάτησης μιᾶς νέας ταυτότητάς της".