Η Τζέλη Χατζηδημητρίου γεννήθηκε το 1962 στη Μυτιλήνη. Μετά την αποφοίτησή της από τη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης σπούδασε κινηματογράφο στη Ρώμη. Από το 1988 δουλεύει στην Ελλάδα ως φωτογράφος. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις φωτογραφίας στην Ελλάδα και έχει κάνει δύο ατομικές εκθέσεις στην Πάδοβα και στη Βενετία της Ιταλίας. Το 1996 κυκλοφόρησε το βιβλίο της Το άγιο νερό: Ιαματικές πηγές της Λέσβου.
Το 2001 και ενόσω ζούσα στη Μυτιλήνη, κυριολεκτικά σκόνταψα πάνω στο βιβλίο του τίτλου του νήματός μας. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή δημιουργία από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, όπου εκτός από τις υπέροχες φωτογραφίες παλιών καφενείων περιλαμβάνονται κείμενα που έχουν γράψει οι: Αλέκος Φασιανός, Γιώργος Χρονάς, Γιώργος Νικολακάκης, Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, Θανάσης Παρασκευαΐδης, Φωτεινή Φραγκούλη. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο Σε όσους γνώρισαν κι αγάπησαν τη Λέσβο. Όλα τα κείμενα είναι μεταφρασμένα και στα αγγλικά.
Μια και ανήκω στους τυχερούς που γνώρισαν κι αγάπησαν τη Λέσβο, μπορώ να μοιραστώ μαζί σας κάποιες εικόνες της. Απολαύστε ένα γλυκύτατο κείμενο της Φωτεινής Φραγκούλη από το βιβλίο αυτό που ξεχειλίζει τρυφερότητα, χρώματα, αρώματα και θύμησες. Με την πρώτη ευκαιρία θα σας δώσω και τη μετάφρασή του στα αγγλικά.
Η ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΣΧΕΣΗ με τον παππού μου άνοιξε το δρόμο μιας ιδιαίτερης αγάπης για τα καφενεία. Το χωριό μου τότε είχε πολλά και ωραία καφενεία.
«Άντε να πάμε στον καφενέ», έλεγε ο παππούς και μου έκλεινε πονηρά το μάτι. Συχνά με έπαιρνε μαζί του και μου έδινε τα λουκούμια όταν κέρδιζε τους φίλους του στην πρέφα. «Πάμε στον λουκουμέ», έλεγα εγώ από μέσα μου και γελούσα και χαιρόμουνα με το αστείο μου σαν την παροιμία που λέει «Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει».
Για μένα λοιπόν τα καφενεία του χωριού μου ήταν μεγάλα λουκούμια με παράθυρα που είχαν θέα προς τη θάλασσα και ωραία μαρμάρινα τραπέζια.
Άλλα καφενεία είχαν χρώμα και γεύση τριαντάφυλλου, άλλα πράσινης μέντας, και άλλα ήταν κεχριμπαρένια και μοσχοβολούσαν μέλι και κερί.
Όμως όλα τα λουκούμια-καφενεία μύριζαν στο βάθος τους καφέ και ούζο και γαρίδες με ντομάτα.
Στον Μόλυβο δεν έχει πια ούτε ένα καφενείο. Όταν τα βράδια του καλοκαιριού μαζεύουν την τουριστική πραμάτεια και κλείνει η αγορά, βγαίνω απ' το παραθυράκι του μυαλού μου και φέρνω ένα χειμώνα όλο γούστο.
Η μάνα μου μόλις σιδέρωσε τις πετσέτες του μαγαζιού μας κι εγώ τις παίρνω ζεστές-ζεστές και τις πηγαίνω στο κουρείο του πατέρα μου.
Τα χέρια του μυρίζουν κολόνια, τα μάτια του στολίζουν την αγορά. Το κουρείο μας καθαρό, μυρωδάτο, αρχοντικό με τα παλιά καρυδένια έπιπλα και τους μεγάλους καθρέφτες. Μέσα τους βλέπω το λιμάνι, τις τράτες, το ηλιοβασίλεμα. Τον Αριστείδη, τον γιατρό των παπουτσιών, να γιατροπορεύει τις σόλες και τα τακουνάκια. Τον θείο Γιώργο να δροσίζει με νερό και γέλιο τρανταχτό τα ζαρζαβατικά του Ευτύχιου.
Τότε με κατακλύζει μια μυρωδιά από κολόνια, καφέ και αθερίνα τηγανητή. Τα κουκουλώνει όλα γλυκά, αθόρυβα.
Μέσα στη νύχτα και τη μυρωδιά ξεφυτρώνουν και πάλι τα λουκούμια-καφενεία μου. Καθαρίζω την άχνη τους και αναγνωρίζω τα μαρμάρινα τραπέζια, τα ποτηράκια του ούζου, τα μικρά κανονάκια του κονιάκ, τα πιατέλια με τους μεζέδες και τα ψωμάκια αντίδωρα.
Βλέπω τα κίτρινα δάχτυλα των ανδρικών χεριών, τα πλακέ πακέτα των τσιγάρων, τα πανωφόρια τους που «μοσχοβρομάνε» στις κρεμάστρες.
Ακούω τους χτύπους των χεριών στο χαρτοπαίγνιο, τις ζαριές και τις μουσικές παρηγοριές απ' το τζουκμπόξ...
Εξαίρεση οι Κυριακές με τις γυναίκες, περιποιημένες, αρωματισμένες, με κόκκινα κραγιόν και άσπρα κολιεδάκια, σε οικογενειακές εξόδους, υποβρύχιες γλυκές κοινωνίες βανίλιας μέσα στα λουκούμια-καφενεία μου.
Γλείφω την άχνη απ' τα χείλη μου. Σκουπίζω και τα υπολείμματα που έπεσαν στο γαλάζιο φουστανάκι μου.
Τα φώτα στους δρόμους χαμηλώνουν. Δώδεκα, μεσάνυχτα. Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι. Είναι αργά.
Παίρνω βιαστικά άχνη από το χάρτινο κουτί των λουκουμιών, ρίχνω μπόλικη στα τζάμια, στις πόρτες, στα παράθυρα, στα κεραμίδια, στους πέτρινους τοίχους, να τα κρύψω, να τα κρύψω τα λουκούμια-καφενεία μου. Να μην τα δει κανείς. Κανείς να μη μου τα πάρει.
Φωτεινή Φραγκούλη