English | Greek |
abrasion | κατατριβή, εκτριβή |
absorption | απορρόφηση |
abutment | αντέρεισμα |
abutment | αντέρεισμα, ακρόβαθρο |
abutment; support | αντέρεισμα, ακρόβαθρο, στήριξη |
access gallery; entrance gallery | στοά προσπέλασης; στοά εισόδου |
access shaft | φρέαρ προσπέλασης |
accident | ατύχημα |
acoustic investigation | ακουστική έρευνα |
active earth pressure | ενεργητική ώθηση γαιών |
ageing | γήρανση |
agglomerate | λατυποπαγές |
aggradation sand filling | επίχωση λόγω απόθεσης άμμου |
aggradation | επίχωση πυθμένα ποταμού |
alluvia | αλλούβια, αλλουβιακές αποθέσεις (έχουν μεταφερθεί και αποτεθεί με συνδρομή νερού) |
ambient temperature | θερμοκρασία περιβάλλοντος |
amorphous : vitreous | αμορφα-υαλώδη |
amphibolite schist | αμφιβολιτικός σχιστόλιθος |
amphibolite | αμφιβολίτης |
amplification;magnification | ενίσχυση; μεγέθυνση |
andesite | ανδεσίτης |
angle of rotation | γωνία περιστροφής |
angular deformation | γωνιακή παραμόρφωση |
annual accumulation of sediment | ετήσια συσσώρευση ιζήματος |
annual discharge | ετήσια απορροή |
annual rainfall | ετήσια βροχόπτωση |
annual storage | ετήσιος όγκος (υδατο) αποθήκευσης |
anticline | αντίκλινο |
anticyclone | αντικυκλώνας |
apex of the theoretical triangle | κορυφή θεωρητικού τριγώνου σχεδίασης φράγματος |
application of a force ; application of a load | εφαρμογή δύναμης/φορτίου |
approximate assumption | προσεγγιστική παραδοχή |
apron | ποδιά |
arch thrust | φορτίο τόξου |
archaean rocks; archaean | αρχαϊκά πετρώματα |
area; surface area | επιφάνεια, εμβσδόν |
arenaceous limestone :sandy limestone | αρενιτικός ασβεστόλιθος |
argillaceous sandstone | αργιλικός ψαμμίτης |
argillaceous schist : argillaceous shale | αργιλικός σχιστόλιθος |
artificial lake | τεχνητή λίμνη |
asphalt coating; asphalt coat | ασφαλτική επίστρωση |
autumn; fall | φθινόπωρο |
available storage capacity; usable storage capacity | διαθέσιμη χωρητικότητα αποθήκευσης |
available water supply | διαθέσιμη παροχή νερού |
average available discharge | μέση διαθέσιμη απορροή |
average discharge;flow | μέση απορροή, παροχή |
average year | μέσο (τυπικό) έτος |
axle lubrication pipe | σωλήνας λίπανσης άξονα |
backwater area | περιοχή ανάρρου |
backwater curve | καμπύλη ανάρρου |
backwater length | μήκος ανάρρου |
backwater slope | κλίση ανάρρου |
backwater storage | χωρητικότητα ανάρρου |
backwater zone | περιοχή ανάρρου |
backwater | ανάρρους |
balance beam | δοκός εξισορρόπισης |
balancing gate pit; gate well; gate recess | εγκοπή θύρας εξισορρόπισης |
balancing reservoir; compensating reservoir | ρυθμιστικός ταμιευτήρας |
barometric pressure | βαρομετρική πίεση |
basalt | βασάλτης |
basaltic stratum | βασαλτική διείσδυση |
base thickness buttress | πλάτος βάσης αντηρίδας |
base width; bottom width | πλάτος βάσης; πλάτος πυθμένα ( οριζόντια απόσταση μεταξύ των εξωτερικών σημείων του ανάντη και κατάντη πόδα της εγκάρσιας τομής ενός φράγματος ή υπερχειλιστή) |
base | βάση |
beam; girder | ολόσωμη δοκός, δικτύωμα |
bearing capacity | φέρουσα ικανότητα |
bearing pressure on foundation ; soil pressure | φέρουσα πίεση στη θεμελίωση ; εδαφική πίεση (πίεση γαιών) |
bed; stratum | στρώμα |
bedding | στρώση, διάστρωση |
bedrock | βραχώδες υπόβαθρο |
bending moment | ροπή κάμψης |
bending strength;strength in bending;flexural strength | καμπτική αντοχή |
bending stress | καμπτική τάση |
bending test | δοκιμή κάμψης |
bending;flexure | κάμψη |
bentonite | μπεντονίτης |
berm | αναβαθμός |
bifurcation | διακλάδωση |
bitumen | ασφαλτικά υλικά |
bituminous coating; bituminous coat | ασφαλτική επίστρωση |
bituminous concrete facing membrane : bituminous facing (am) | ανάντη πλάκα ασφαλτοσκυροδέματος |
bituminous paint | βιτουμενιούχο χρώμα |
bituminous shale | ασφαλτούχος σχιστόλιθος |
borehole | γεώτρηση |
boulder clay | ιζηματική άργιλος |
boundary conditions | οριακές συνθήκες |
break;failure | θραύση, αστοχία |
breaking plane; smooth break | επίπεδο θραύσης, ομαλή θραύση |
breaking strain | ειδική παραμόρφωση κατά την θραύση |
breccia | λατυποπαγές |
brook; creek | ρέμα, ρυάκι |
brushing; sweeping | βούρτσισμα |
bucket | κάδος |
buckling stress | τάση λυγισμού |
buttress bracing struts : buttress braces | συνδετήρια εφελκυόμενα στοιχεία μεταξύ αντηρίδων |
buttress bracing | (σύνδεση) στήριξη αντηρίδων |
buttress spacing : buttress centres | απόσταση μεταξύ αντηρίδων |
buttress | αντηρίδα |
calcareous deposits | ασβεστολιθικές αποθέσεις ή κοίτασμα |
calcareous marl : marly limestone (am) | ασβεστολιθική μάργα:μαργαϊκός ασβεστόλιθος |
calcareous sandstone | ασβεστιτικός ψαμμίτης |
calcite | ασβεστίτης |
cambrian | κάμβριο |
cantilever beam | πρόβολος |
cantilever; over hang | πρόβολος, επικρεμάμενο τμήμα |
canyon; gorge | φαράγγι |
capacity | χωρητικότητα |
capillarity | τριχοειδές |
carboniferous | λιθανθρακοφόρο |
carryover storage | (υδατο)αποθήκευση υπερετήσιας χρήσης |
catastrophic flood; superflood | καταστροφική πλημμύρα |
catchment area | λεκάνη απορροής |
caterpillar gate | ερπυστριοφόρο θυρόφραγμα |
caulking; calking | σφράγιση αρμών |
cavern; cave | μεγάλος υπόγειος χώρος, σπήλαιο |
cavitation | σπηλαίωση |
cellular | πορώδης (βράχος) |
cement coating; cement rendering; cement coat | επίχρισμα, επίστρωση τσιμεντοκονιάματος |
cement grouting | τσιμεντένεση |
central concrete membrane | κεντρική μεμβράνη από σκυρόδεμα |
centre of crest circle | κέντρο κύκλου στέψης |
centre of gravity; centroid | κέντρο βάρους |
cfrd - concrete faced rockfill dam | λ.α.π.σ. λιθόρριπτο με ανάντη πλάκα σκυροδέματος |
chalk marl : marly chalk | μαργαική κιμωλία |
chamber filling conduit | αγωγός πλήρωσης θαλάμου |
change of curvature | αλλαγή καμπυλότητας |
chemical grouting: chemical consolidation : chemical injection | χημική ένεση |
chlorite | χλωρίτης |
choking; choking up | στραγγαλισμός ροής ρευστού |
circular arch | κυκλικό τόξο |
clay grouting | αργιλική ένεση |
clay | αργιλος |
clay | άργιλος |
clear buttress spacing : arch span | καθαρή απόσταση αντηρίδων:εύροςτόξου |
clear span | ελεύθερο άνοιγμα |
cleavage | επίπεδο σχιστότητας |
climate | κλίμα |
cloud | σύννεφο |
cmd - cemented material dam | φράγμα συγκολλημένων υλικών |
coagulation | θρόμβωση |
coating; rendering | επίστρωση, λεπτή επένδυση |
coefficient of expansion | συντελεστής διαστολής |
coefficient of friction | συντελεστής τριβής |
coefficient of roughness | συντελεστής τραχύτητας |
cofferdam | πρόφραγμα |
collapse; cave in | κατάρρευση |
collecting drain; drainage gallery | συλλεκτήριος αγωγός αποστράγγισης στραγγιστήριο, στοά αποστράγγισης |
collector ditch; collector drain | συλλεκτήρια τάφρος, συλλεκτήριο στραγγιστήρι |
colluvia | κολλούβια (έχουν μεταφερθεί και αποτεθεί με συνδρομή βαρύτητας) |
columnar basalt | στηλοειδής βασάλτης |
compacted fine material; compacted fine earth | συμπυκνωμένο λεπτόκκοκο υλικό |
composition of water | σύνθεση νερού |
compression chamber | θάλαμος συμπίεσης |
compression test piece; compression specimen | δοκίμιο θλίψης |
compression | θλίψη |
compressive strength | θλιπτική αντοχή |
compressive stress | θλιπτική τάση |
concrete core-wall | πυρήνας με τοίχο από σκυρόδεμα |
concrete counter weight | αντίβαρο από σκυρόδεμα |
condensation | συμπύκνωση |
confluence | συμβολή (ποταμών ή χειμάρρων) |
conformable strata | σύμφωνα στρώματα |
conglomerate : pudding stone | κροκαλοπαγές |
conglomerate | κροκαλοπαγές |
constant angle arch dam | τοξωτό φράγμα σταθερής γωνίας |
continental climate | ηπειρωτικό κλίμα |
continuous beam | συνεχής δοκός |
contours | ισοϋψείς καμπύλες |
contraction joint; expansion joint | αρμός συστολής;αρμός διαστολής |
contraction | συστολή |
control valve | βαλβίδα ελέγχου |
control valve; regulated gate | βαλβίδα ελέγχου, ρυθμιζόμενο θυρόφραγμα |
controlled weir; controlled spillway | ελεγχόμενος υπερχειλιστής, εκχειλιστής |
convective rainfall | μεταφορική βροχόπτωση |
corbel; cantilever | πρόβολος |
core sample | πυρηνοληπτικό δείγμα |
core | πυρήνας |
coring | πυρηνοληψία |
correction coefficient | διορθωτικός συντελεστής |
counter weight | αντίβαρο |
counterweight | αντίβαρο |
coursed rockfill : bedded rockfill (am) | διαστρωμένη λιθορριπή |
cover,dome,valve body | κάλυμμα, σώμα βαλβίδας |
crane for placing stoplogs | γερανός για την τοποθέτηση δοκών έμφραξης |
creep | ερπυσμός |
crest level | στάθμη στέψης |
crest | στέψη |
crest | στέψη (η κορυφή ενός φράγματος, αναχώματος υπερχειλιστού ή εκχειλιστή) |
cretaceous | κρητιδικό |
crevasse | ρωγμή παγετώνα |
crevice | ρωγμή |
critical flow | κρίσιμη ροή |
cross beams; intermediate cross beams | διαδοκίδες; ενδιάμεσες διαδοκίδες |
cross section | διατομή |
crown of arch : crown (am) | κορυφή τόξου: κορυφή |
crown section; section at key | διατομή στέψης; διατομή στην κλείδα |
crust | φλοιός, κρούστα |
crystal | κρύσταλλος |
crystalline rock | κρυσταλικό πέτρωμα |
crystalline schist | κρυσταλικός σχιστόλιθος |
cube strength; compressive strength of specimen | αντοχή κύβου, θλιπτική αντοχή δοκιμίου |
curtain | πέτασμα |
curved trashrack | κυρτή εσχάρα |
cut-off trench | όρυγμα (τάφρος) στεγανοποίησης θεμελίωσης φράγματος |
cutoff | διάφραγμα |
cyclone | κυκλώνας |
cyclonic rain | βροχή κυκλώνα |
cylinder , valve cylinder | κύλινδρος |
cylindrical valve | κυλινδρική βαλβίδα |
daily storage | ημερήσιος όγκος (υδατο)αποθήκευσης |
dam site; dam location | περιοχή φράγματος, θέση φράγματος |
dead load/steady load | μόνιμο/σταθερό φορτίο |
dead water; dead storage/volume | νεκρός όγκος νερού, νεκρός όγκος (υδατο)αποθήκευσης |
dead weight;self weight;dead load | μόνιμο βάρος; ίδιο βάρος; μόνιμο φορτίο |
debris; scree; slide | κορήματα |
decomposition;decay | αποσύνθεση |
deflection | απόκλιση |
deflection | απόκλιση, εκτροπή |
delta | δέλτα |
depth of excavation | βάθος εκσκαφής |
depth of water flowing over weir (or spillway) | φορτίο (βάθος) νερού σε τεχνικό υπερχείλισης |
design assumption | παραδοχή μελέτης |
dessication | αφυδάτωση |
destruction | καταστροφή |
detrital sand : detritic sand | κλαστική άμμος |
detrital; detritie | κώνος απόθεσης |
detritua | υλικά μεταφερόμενα από τη ροή νερού |
devonian | δεβόνιο |
dew point | σημείο υγροποίησης |
dew | δρόσος |
dewatering conduit; unwatering conduit | αγωγός αποστράγγισης |
dewatering orifice; outlet entrance | οπή αποστράγγισης; στόμιο εξόδου |
diabase | διαβάσης |
diamond drill | διάτρηση με αδαμαντοκορώνα |
diatomaceous earth | γη διατόμων |
diorite | διορίτης |
dip (angle of) | κλίση (γωνία) |
dip joint | διάκλαση κλίσης |
direction of the dip of the strata | φορά διεύθυνσης κλίσης |
discharge coefficient | συντελεστής εκροής |
discharge hydrograph | υδρογράφημα (παροχής) εκφόρτισης |
discharge;flow | απορροή; ροή |
disintegration | αποσύνθεση |
dislodging of sediments; picking up of sediments | μετακίνηση ιζημάτων; απόληψη ιζημάτων |
dispersion | διαχωρισμός, διασπορά |
displacement;components of displacement | μετακίνηση; συνιστώσες μετακίνησης |
dissolving | διάλυση |
disturbance | διαταραχή |
divide | διαιρώ; διαχωρίζω |
dolomite | δολομίτης |
dolomotic limestone | δολομιτικός ασβεστόλιθος |
dome | θόλος |
downstream batter | κατάντη κλίση |
downstream face | κατάντη παρειά |
downstream fill | κατάντη επίχωμα |
downstream fill; downstream shell | κατάντη επίχωμα, κατάντη κέλυφος |
downstream pier nosing | κατάντη απόληξη βάθρου |
downstream profile at crown | κατάντη διατομή στη στέψη |
downstream radius of crest | κατάντη ακτίνα στέψης |
drain | στραγγιστήριο |
drainage gallery | στοά αποστράγγισης |
drainage well | αποστραγγιστικό φρέαρ |
draw off | απόληψη |
drawdown / rapid drawdown | καταβιβασμός στάθμης / απότομος καταβιβασμός στάθμης |
drill bit : bit (am) | διατρητική κεφαλή-κορώνα |
drillhole | γεώτρηση |
drilling | διάτρηση με γεωτρύπανο |
driving resistance | αντίσταση προχώρησης |
driving | προχώρηση |
drought | ξηρασία |
dry rubble fill | επίχωμα από ξηρά, μη διαβαθμισμένα υλικά |
dry stone drain : dry stone lining | λίθινο στραγγιστήρι, επένδυση από ξερολιθιά |
dry stone pitching : dry laid masonary (am) | ξερολιθιά |
dry year | ξηρό έτος |
ductility limit;yield point;flow limit | όριο διαρροής |
ductility | ολκιμότητα (πλασιμότητα) |
duration of rainfall | διάρκεια βροχόπτωσης |
dyke | ανάχωμα |
earth pressure;earth load | ώθηση γαιών; φορτίο γαιών |
earth | έδαφος |
edge stress | τάση ακμής |
effective length of strut | ενεργό μήκος αντηρρίδας |
effective shear | ενεργός διάτμηση |
elastic limit | όριο ελαστικότητας |
elastic range | ελαστικό εύρος/φάσμα |
electrical conductivity of water | ηλεκτρική αγωγιμότητα νερού |
electrical prospecting | ηλεκτρική διασκόπηση |
elliptical arch | ελλειπτικό τόξο |
elluvia | ελλουβιακές αποθέσεις (έχουν μεταφερθεί και αποτεθεί με συνδρομή αέρα) |
elongation | επιμήκυνση |
elongation;tension | επιμήκυνση ; εφελκυσμός |
elutriation | εξομάλυνση-λείανση |
embankment | επίχωμα, ανάχωμα |
emergency gate; stop log | θυρόφραγμα ασφάλειας, δοκός έμφραξης |
emptying | εκκένωση |
entrochal limestone | εντροχιτικός ασβεστόλιθος |
equatorial climate | τροπικό κλίμα (ισημερινού) |
equilibrium | ισορροπία |
erosion | διάβρωση |
erratic | άτακτος, ακανόνιστος |
escarpment; cliff | κρημνώρεια, γκρεμός |
estuary | εκβολή |
evaporation | εξάτμιση |
excess water level | επί πλέον στάθμη νερού |
expansion | διαστολή |
extensometer | μηκυνσιόμετρο |
extensometer; strain gauge | μηκυνσιόμετρο |
extrados | εξωτερική επιφάνεια |
facing concrete | σκυρόδεμα όψης |
facing joint; facing expansion joint | αρμός πλάκας; αρμός διαστολής πλάκας |
facing | στοιχείο όψης, επένδυση |
factor of safety; safety factor | συντελεστής ασφαλείας |
fall/drop in temperature | πτώση θερμοκρασίας |
fast-moving depression | ταχέως κινούμενο χαμηλό βαρομετρικό |
fatigue test | δοκιμή κοπώσεως |
fault | ρήγμα |
feature due to unconformity | χαρακτηριστικό λόγω ασυμφωνίας |
feldpathic sandstone | αστριούχος ψαμμίτης |
feldspar | αστριος |
fetch | ανάπτυγμα |
filled cavity | πληρωμένο έγκοιλο |
fillet | ακροφύσιο |
filling | πλήρωση |
filter layer | στρώση φίλτρου |
filter material | υλικό φίλτρου |
filter | φίλτρο |
fine gravel | λεπτοί χάλυκες |
fire clay | πυρίμαχος άργιλος |
fissuration | ρωγμάτωση |
fissure; crack | μικρορωγμή, ρωγμή |
fissure;crack | σχισμή;ρωγμή |
fissuring;cracking | ρωγμάτωση ; ράγισμα |
fixing; fixity | στερέωση, πάκτωση, σύσφιξη |
flag : flagstone | πλακώδες πέτρωμα |
flap; hinged flash gate | πτερύγιο |
flexible facing joint : bottom articulated joint (am) | εύκαμπτος αρμός στοιχείου όψης |
flexible plate | ελαστική πλάκα |
flexure | πτύχωση, ελαστικότητα |
flint | κερατόλιθος |
flip bucket | λεκάνη αναπήδησης, έργο εκτόξευσης |
float chamber | θάλαμος πλωτήρα |
float | φλοτέρ |
flood discharge | πλημμυρική παροχή |
flood level mark; high-water mark | ίχνος πλημμυρικής στάθμης |
flood protection | αντιπλημμυρική προστασία |
flood records | καταγραφές πλημμυρών |
flood routing | διόδευση πλημμύρας |
flood stage | στάδιο πλημμύρας |
flood | πλημμύρα |
flow duration curve | καμπύλη διαρκείας ροής |
flow frequency | συχνότητα ροής |
flow gauge; flow gage | παροχόμετρο |
flow pressure;seepage pressure | πίεση ροής; πίεση διήθησης |
fluctuation of load | διακύμανση φορτίου |
fold | πτυχή |
folding; folds | πτύχωση |
foliation | φύλλωση |
foraminifera | τρηματοφόρα |
force | δύναμη |
fossil | απολίθωμα |
foundation conditions | συνθήκες θεμελίωσης |
foundation | θεμελίωση |
fracture | άνοιγμα, θραύση, διάρρηξη, θλάση |
fracture; crack | ασυνέχεια, ρωγμή |
fragile ice | εύθραυστος πάγος |
free nappe | ελεύθερη φλέβα |
free weir; free spillweir; free spillway | ελεύθερος εκχειλιστής, ελεύθερος υπερχειλιστής |
freeboard | ελεύθερο ύψος φράγματος |
freely supported beam; simple beam | ελεύθερα στηριζόμενη δοκός |
frost | παγετός |
funicular polygon;string polygon | σχοινοπολύγωνο, πολύγωνο δυνάμεων |
gabbro | γάβρος |
gate arm | βραχίονας θύρας |
gate beams; cross beams | δοκοί θυροφραγμάτων |
gate operating platform | δάπεδο χειρισμών θυροφράγματος |
gate pivot | άξονας περιστροφής θυροφράγματος |
gate seal; sill | στεγάνωση θυροφράγαμτος |
gate | θυρόφραγμα; θύρα |
gate, gate flap | θυρόφραγμα, πτερύγιο θυροφράγματος |
gauge tube; gage tube; pilot tube | σωλήνας μέτρησης; πιλοτικός σωλήνας |
gauging; gaging | σταθμός μέτρησης |
general plan/layout | γενική οριζοντιογραφία/διάταξη |
geo-composite material | γεω-σύνθετο υλικό |
geo-membrane | γεω-μεμβράνη |
geophysical prospecting | γεωφυσική διασκόπηση |
geo-textile | γεω-ύφασμα |
glacier | παγετώνας |
gneiss | γνεύσιος |
granite | γρανίτης |
gravel pass | δίοδος χαλίκων |
gravel | χαλίκι |
gravity abutment | αντέρεισμα βαρύτητας |
greensand | γλαυκονιτική άμμος |
groove; gate guide | εγκοπή; οδηγός θύρας |
ground : land | εδαφος |
ground ice (bottom ice) | παγετός |
ground plan | οριζοντιογραφία εδάφους |
ground water flow; percolation | υπόγεια ροή; διήθηση |
ground water runoff | απορροή υπόγειου ύδατος |
ground water table;water table | υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας |
grout curtain | πέτασμα τσιμεντενέσεων |
grout hole; drilled grout hole | οπή τσιμεντένεσης |
grout holes | οπές (τσιμεντ)ενέσεων |
grouted alluvium cut off | διάφραγμα σε αλλούβια με τσιμεντενέσεις |
grouting gallery | στοά (τσιμεντ)ενέσεων |
guard valve; stop gate | βαλβίδα προστασίας, θυρόφραγμα |
guide bearing supporting ribs ,stem spider | στοιχεία στήριξης οδηγού εδράνου |
guide wall; training wall | καθοδηγητικός τοίχος |
guide wheel; guide roller | τροχός καθοδήγησης |
gunite | εκτοξευόμενο σκυρόδεμα με λεπτόκοκκο αδρανές (άμμος) |
guniting | εφαρμογή εκτοξευόμενου σκυρόδεματος με λεπτόκοκκο αδρανές |
gypsum | γύψος |
hade | κλίση ρήγματος |
hair crack | τριχοειδής σχισμή |
halt | διακοπή |
hand lifting winch; hand control hoist | χειροκίνητο βαρούλκο |
hand packed rockfill : hand placed rubble or riprap (am) | χειρόθετο επίχωμα, ζώνη μεγάλων διαστάσεων (τροχμάλων ή ογκολίθων) |
hand rail : railing | κιγκλίδωμα |
handwheel | τροχός χειρός |
hard ground | σκληρό έδαφος |
hardfill dam | φράγκα σκληρού επιχώματος |
hardness of water | σκληρότητα νερού |
haunch | ενίσχυση στη στήριξη δοκού ή τόξου |
head loss | απώλεια φορτίου |
head of water over weir; head of water over spillway; head on the spillway | φορτίο νερού στο τεχνικό υπερχείλισης |
head water | νερό στο τεχνικό προσαγωγής |
headwater channel; headrace | διώρυγα προσαγωγής, αγωγός προσαγωγής |
heat transmission | μεταφορά θερμότητας |
heel; upstream toe | ανάντι πόδας |
high pressure area | περιοχή υψηλής πίεσης |
high water | πλημμύρα |
hinge; articulation | άρθρωση, σύνδεση |
hinge; joint; linkage point | άρθρωση, ένωση - σύνδεσμος |
hollow gravity dam | φράγμα βαρύτητας με διάκενα |
hoop stress;circumferential stress | περιμετρική τάση |
horizontal arch element | οριζόντιο τοξωτό στοιχείο |
horizontal beam | οριζόντια δοκός |
horizontal curves | οριζόντιες καμπύλες |
hornblende | κεροστίλβη |
humidity | υγρασία |
humus | χούμος, φυτική γη, χουμώδη συστατικά |
hydrated | ενυδρος |
hydraulic fill | υδραυλικό επίχωμα |
hydraulic gradient | υδραυλική κλίση |
hydraulic jump | υδραυλικό άλμα |
hydraulic radius; hydraulic mean depth | υδραυλική ακτίνα, υδραυλικό μέσο βάθος |
hydraulics of open channel | υδραυλική ανοικτών αγωγών |
hydrology | υδρολογία |
hydrostatic pressure | υδροστατική πίεση |
hydrotechnics | υδροτεχνική |
hygrometry | υγρομετρία |
ice pressure ; ice load | πίεση πάγου ; φορτίο πάγου |
ice | πάγος |
igneous rock : volcanic rock | ηφαιστειακό πέτρωμα |
impact;shock | επίπτωση; |
impermeable ground | αδιαπέρατο έδαφος |
impermeable materials; impervious materials | αδιαπέρατα υλικά |
impervious blanket | αδιαπέρατος τάπητας |
impervious core | αδιαπέρατος πυρήνας |
incident | περιστατικό, γεγονός |
inclined barrel arch: arch barrel (am) | (κεκλιμένος θόλος) κυλινδρικό τόξο; θολωτό τμήμα τόξου |
inclined nappe | κεκλιμένη φλέβα |
included angle of arch; central angle of arch | κεντρική γωνία τόξου |
included angle of crest; central angle of crest | επίκεντρος γωνία στέψης |
indurated : hardened | σκληρυμένο λόγω θερμοκρασίας και πίεσης |
infiltration | διήθηση |
infiltration | κατείσδυση (διήθηση λόγω βαρύτητας) |
inlier; window | τεκτονικό παράθυρο |
inspection gallery | στοά επιθεώρησης |
inspection gallery | στοά επιθεώρησης |
inspection shaft; inspection well | φρέαρ επιθεώρησης; κυλινδρικό όρυγμα επιθεώρησης |
intake tower | πύργος υδροληψίας |
intercepted water | συγκρατούμενα νερά |
internal friction | εσωτερική τριβή |
internal pressure;pore pressure | εσωτερική πίεση ; πίεση πόρων |
internal temperature | εσωτερική θερμοκρασία |
intersection point | σημείο τομής |
intrados : soffit | εσωτερική επιφάνεια |
investigation : research (am) | διερεύνηση |
ironstone : iron ore | μετάλλευμα σιδήρου |
irrigation | άρδευση |
isobar | ισοβαρής καμπύλη |
isohyet | ισοϋέτια καμπύλη |
isohyetal map | ισοϋέτιος χάρτης |
isostatic lines;isostatics | ισοστατικές γραμμές |
isotherm | ισόθερμος |
jet | δέσμη νερού υψηλής ταχύτητας |
joint grouting | (τσιμεντ)ένεση αρμού |
joint sealing | στεγάνωση αρμού |
joint | αρμός |
jurassic | ιουρασικό |
kaolin : china-clay | καολίνης |
kaolinisation | καολινίωση |
keuper | ανω τριαδικό |
lacustrinc limestone | λιμναίος ασβεστόλιθος |
lacustrine sediment; shore formation | λιμναίο ίζημα; σχηματισμός, διάπλαση ακτής |
lake | λίμνη |
landslide; slide | κατολίσθηση |
lattice; truss wings | (δικτυωτός) δικτύωμα |
lava | λάβα |
leakage | διαρροή |
leaky; perviousness | διαρρέων; περατότητα |
length of buttress | μήκος αντηρίδας |
lever arm | μοχλοβραχίονας |
lifting chain | ανυψωτική αλυσίδα |
lignite | λιγνίτης |
lime deposit | απόθεση ασβεστίου |
limit of backwater | όριο ανάρρου |
limiting value;limit | οριακή τιμή;όριο |
line of equal shear | ισοδιατμητική γραμμή |
lintol seating; embedded top gate seat | ενσωματωμένη έδραση άνω θύρας |
liquid limit | όριο υδαρότητος |
lithographic limestone | λιθογραφικός ασβεστόλιθος |
live load | κινητό φορτίο |
load | φορτίο |
local deformation | τοπική παραμόρφωση |
locus of centres | τόπος κέντρων |
lode; vein; seam | φλέβα |
loess | χώμα αιολικής εναπόθεσης |
long term average discharge | μακροπρόθεσμη μέση παροχή |
longitudinal section | μηκοτομή |
loss | απώλεια |
loss;leakage | απώλεια; διαρροή |
low pressure area | περιοχή χαμηλής πίεσης |
lower jurassic; jurrias lower | κατώτερο ιουρασικό |
lowering of water table | καταβιβασμός υδροφόρου ορίζοντα |
machined plate; machined sealing strip; sealing strip | μηχανικά επεξεργασμένο στεγανωτικό έλασμα |
machined sliding face; machined gate seat | έδραση μηχανικής επεξεργασίας για θυρόφραγμα |
magnesian chalk | μαγνησιακή κιμωλία |
main operating rod | κύρια ράβδος λειτουργίας |
main pivot | κύριος πίρος |
maintenance | συντήρηση |
marble | μάρμαρο |
marine climate | θαλάσσιο κλίμα |
marine transgression | θαλάσσια επίκλυση |
marl | mάργα |
marsh land | ελώδης περιοχή |
marsh | έλος |
mass diagram | καμπύλη διάρκειας απορροών |
maximum flood discharge | μέγιστη πλημμυρική παροχή |
maximum flood | μέγιστη πλημμύρα |
mean depth | μέσο βάθος |
mean radius, average radius | μέση ακτίνα |
mean velocitty | μέση ταχύτητα |
mean water | μέση στάθμη νερού |
median year | διάμεσο έτος |
mesh reinforcement; reinforced grillage | οπλισμός με δομικό πλέγμα |
mesozoic era | μεσοζωική εποχή |
metamorphic rock | μεταμορφωμένο πέτρωμα |
metamorphic | μεταμορφωμένο |
mica | μαρμαρυγίας |
micaceous sandstone | μαρμαρυγιακός ψαμμίτης |
mica-schist | μαρμαρυγιακός σχιστόλιθος |
middle jurassic; jurrias mean | μέσο ιουρασικό |
millstone grit : millstone (am) | κροκαλοπαγής ψαμμίτης |
minimum flow;low water | ελάχιστη ροή, χαμηλή στάθμη νερού+c57 |
modulus of elasticity in shear | διατμητικό μέτρο ελαστικότητας |
modulus of elasticity | μέτρο ελαστικότητας |
moist area | περιοχή με υγρασία |
moisture content | περιεκτικότητα σε υγρασία |
molasse | μόλασσα |
moment of a couple | ροπή ζεύγους |
moment of inertia | ροπή αδρανείας |
moraine | μοραίνα |
mottled sandstone : variegated sandstone | διάστικτος ψαμμίτης |
movement of floating debris | κίνηση επιπλεόντων σωμάτων |
mud grouting : mud injection | ένεση ιλύος |
mud silting; mud filling | απόθεση ιλύος, πλήρωση με ιλύ |
multiple arch dam | φράγμα πολλαπλών τόξων |
mylonite | μυλωνίτης |
nappe outlier | εφίπευση |
nappe separation; freeing of the nappe | διαχωρισμός φλεβών, ελευθέρωση φλέβας |
nappe; sheet of drift | στρώση πετρώματος μετακινημένη ως προς τα γειτονικά πετρώματα |
neutral axis | ουδέτερος άξονας |
nodular chalk | σφαιρικό συσωμμάτωμα κιμωλίας |
nodule | σφαιρικό συσωμμάτωμα |
normal force | ορθή δύναμη |
normal stress | ορθή τάση |
normal top water level; normal pool level; mean operation level | μέση στάθμη λειτουργίας |
normal water level; storage level; normal pool level; normal operation level | κανονική στάθμη ταμιευτήρα, στάθμη αποθήκευσης, κανονική στάθμη λειτουργίας |
oblique joint | διάκλαση πλευρική |
oolite | ωόλιθος |
oolithic limestone | ωολιθικός ασβεστόλιθος |
open cavity | ανοιχτό έγκοιλο |
ordinary clay; unselected clay; random clay | κοινή άργιλος, μη επιλεγμένη (τυχαία) άργιλος |
ore | κοίτασμα μεταλλεύματος-ορυκτού |
original ground level | αρχική επιφάνεια εδάφους |
original ground | αρχικό έδαφος |
orographic precipitation | ορογραφική κατακρήμνιση |
outfall fan | κώνος κορημάτων |
outlet; emissary | εκβολή |
overburden | υπερκείμενα |
overflow;spill water; surplus water | υπερχείλιση, πλεονάζον νερό |
overflowing nappe | υπερχειλίζουσα φλέβα |
overturning moment; turning moment | ροπή ανατροπής |
overturning;tilting | ανατροπή; |
paint | βαφή, χρώμα |
parabolic arch | παραβολικό τόξο |
parapet | προστατευτικό τοιχείο/παραπέτο |
partial cut off | μερικό διάφραγμα |
partial fixing | μερική πάκτωση |
parting plane | διαχωριστικό επίπεδο |
passive earth pressure | παθητική ώθηση γιαών |
peat | τύρφη |
peat-bog | κοίτασμα τύρφης |
penstock; pressure pipeline | αγωγός προσαγωγής σε στρόβιλο, αγωγός υπό πίεση |
percolation;seapage | κίνηση νερού σε πορώδες μέσο, διήθηση |
percussion drill : impact drill (am) | κρουστική διάτρηση |
peridotite | περιδοτίτης |
period of concentration | χρόνος συγκέντρωσης |
periodic oscillation | περιοδική ταλάντωση |
permanent water level | μόνιμη στάθμη νερού |
permeable ground; pervious ground | υδροπερατό, περατό έδαφος |
permeable; pervious materials | διαπερατά υλικά |
permian | πέρμιο |
permissible velocity | επιτρεπτή ταχύτητα |
permissible/allowable load | επιτρεπόμενο φορτίο |
permissible/allowable stress | επιτρεπόμενη τάση |
pervious blanket | διαπερατός τάπητας |
petrifaction : petrification | πετροποίηση |
phosphatic chalk | φωσφορική κιμωλία |
phyllite | φυλλίτης |
phyllocrystalline rock | φυλοκρυσταλογενές πέτρωμα |
pier | βάθρο |
piezometric head | πιεσομετρικό φορτίο |
piping (in an earth dam) | διασωλήνωση |
pit run material; pit run earth | υλικά προερχόμενα από ορύγματα; εδαφικό υλικό προερχόμενο από ορύγματα |
pitching; hand placed rock | λιθεπένδυση με χειρόθετους λίθους |
pivot anchor bolts | άξονας κοχλίων αγκύρωσης |
placed rockfill | τοποθετημένη λιθορριπή |
plain | πεδιάδα |
plastic deformation | πλαστική παραμόρφωση |
plastic flow | πλαστική ροή |
point of application of a force | σημείο εφαρμογής δύναμης |
point of support | σημείο στήριξης |
pointing | αιχμή |
poisson's ratio | λόγος poisson |
pond | μικρή λεκάνη συγκράτησης νερου (λιμνούλα) |
porphyry | πορφυρίτης |
positive cut off | πλήρες διάφραγμα |
post-tertiary; quaternary; recent | μετά-τριτογενές, τεταρτογενές, πρόσφατο |
potential energy ; kinetic energy | δυναμική ενέργεια, κινητική ενέργεια |
pot-hole | οπή σε πυθμένα ποταμού διαμορφωμένη με μηχανική διάβρωση |
precipitation | κατακρημνίσεις |
precompression ; prestressing; pretensioning | προσυμπίεση; προένταση |
preliminary investigation | προκαταρκτική διερεύνηση |
preliminary works | προκαταρκτικά έργα |
pressure curve;thrust line | καμπύλη πίεσης; πιεζομετρική γραμμή |
pressure tunnel | σήραγγα προσαγωγής |
pressure | πίεση |
prevailing wind | επικρατών άνεμος |
principal stress | κύρια τάση |
project; scheme; harnessing (of a single site or location) | έργο, αξιοποίηση |
proportional limit | αναλογικό όριο |
prospecting : exploration | εξερεύνηση |
prospecting by borings or trial pits | διερεύνηση με γεωτρήσεις ή δοκιμαστικά σκάμματα |
pulsation | παλλόμενη κίνηση |
pumice | ηφαιστειακή τέφρα |
purpose of a dam | σκοπός υλοποίησης φράγματος |
quartz | χαλαζίας |
quartzite | χαλαζίτης |
quaternary | τεταρτογενές |
quick sand | κινούμενη άμμος |
rack rail; gate track rack | οδοντωτή σιδηροδρομική γραμμή; τροχιές κύλισης |
radial deformation | ακτινική παραμόρφωση |
radial stress | ακτινική τάση |
radius of curvature | ακτίνα καμπυλότητας |
radius of exdrados | εξωτερική ακτίνα καμπυλότητας |
radius of gyration | ακτίνα αδρανείας |
radius of intrados : radius of soft | εσωτερική ακτίνα καμπυλότητας |
rain gauge | βροχόμετρο |
rain | βροχή |
rainfall recorder | βροχογράφος |
rainfall | βροχόπτωση |
rainstorm | καταιγίδα |
rainy year | βροχερό έτος |
raised beach; elevated shore line | ανυψωμένη ακτή, ανυψωμένη ακτογραμμή |
raising of water level for navigation | ανέβασμα της στάθμης του νερού για λόγους ναυσιπλοϊας |
raising of water level | ανύψηση στάθμης νερού |
raking out of joints; opening joints | διεύρυνση αρμών |
random rubble fill : rolled rockfill | τυχαίo υλικό λιθορριπής, κυλινδρούμενη λιθορριπή |
rate of rise of water level; rate of rise | ρυθμός ανόδου στάθμης νερού |
rating curve;discharge curve | καμπύλη στάθμης παροχής |
ravine | στενή κοιλάδα, μισγάγγεια |
rectangular opening; rectagular port | ορθογώνιο άνοιγμα |
reef | ύφαλος |
regime | καθεστώς |
regulation of level; regulated level | ρύθμιση στάθμης |
reinforced concrete facing membrane : reinforced concrete facing (am) | ανάντη πλάκα οπλισμένου σκυροδέματος |
relief well | ανακουφιστικό φρέαρ |
relief well | ανακουφιστικόν φρέαρ |
removal of free lime;leaching | αφαίρεση ελεύθερου ασβεστίου, έκπλυση |
research : investigation : prospecting (am) | ερευνα |
reserve; usable storage | αξιοποιήσιμη χωρητικότητα |
reservoir surface | επιφάνεια ταμιευτήρα |
reservoir; pool | ταμιευτήρας; δεξαμενή-λεκάνη |
retaining wall | τοίχος αντιστήριξης |
rhyolite | ρυόλιθος |
rigidity; stiffness | ακαμψία |
riparian | παρόχθιος |
rise in temperature | άνοδος θερμοκρασίας |
river (discharging direct to the sea) | ποταμός |
river bank; sea shore | όχθη ποταμού, θαλάσσια ακτή |
river bed level | στάθμη πυθμένα ποταμού; στάθμη κοίτης |
river drift; diluvium | ποτάμιες αποθέσεις, διλούβιο (καθολικές προσχώσεις) |
river mouth/estuary/river delta | εκβολή ποταμού/ δέλτα |
river training | διευθέτηση ρέματος/ποταμού |
road bridge | οδογέφυρα |
roadway | οδός |
rock facing; protective pitching | λιθεπένδυση |
rock fill; rock dyke | λιθορριπή |
roller drum gate | θυρόφραγμα κυλινδρούμενου ??? |
roller gate shield | ασπίδα κυλινδρικής θύρας |
roller path; roller track | κυλινδρομεταφορέας |
roller | κύλινδρος |
rotary drill | περιστροφική διάτρηση |
rotation | περιστροφή |
rough country | περιοχη με ανωμαλο αναγλυφο |
rough surface | ανώμαλη, τραχιά επιφάνεια |
round head | καμπύλο μέτωπο |
rubble with binding material | μη διαβαθμισμένα υλικά με συνδετικό υλικό |
run of the river plant | σταθμός παραγωγής με αξιοποίηση της φυσικής ροής, χωρίς ταμίευση |
running sand | ρέουσα άμμος |
runoff | απορροή |
rupture; breaking; failure | ρήξη, θραύση, αστοχία |
saddle dam | αυχενικό φράγμα |
saliferous | αργιλοπυριτικό |
sampling | δειγματοληψία |
sand trap, desilter | αμμοπαγίδα, εξαμμωτής, δεξαμενή καθίζησης |
sandblasting | αμμοβολή |
saturated ground; waterlogged ground | κορεσμένο έδαφος |
scabbling; roughening by picking | τράχυνση επιφάνειας με (οξύ εργαλείο) κρούστη |
scatter (of results) | διασπορά (αποτελεσμάτων) |
scheme; project; plans and design | έργο, σχέδια & μελέτες |
schistocity | σχιστότητα |
scour valve; flushing gate | θυρόφραγμα έκπλυσης |
scree cone | κώνος κορημάτων |
screen | κόσκινο |
screen; membrane | εσχάρα / μεμβράνη |
screen; trashrack | εσχάρα |
screwcapstan head; worm gear operating hoist | ανυψωτήρας που λειτουργεί με ατέρμονα κοχλία |
season | εποχή |
seasonal storage | εποχιακός όγκος υδατοαποθήκευσης |
seat ; seating | (έδραση) έδρανο |
secondary stress | δευτερεύουσα τάση |
section of valley : valley cross section (am) | διατομή κοιλάδας |
sector | τομέας |
sediment discharge; discharge of solids | στερεοπαροχή |
sediment dislodging force | δύναμη χαλάρωσης ιζημάτων |
sediment | ίζημα |
sedimentary rock | ιζηματογενές πέτρωμα |
sedimentation analysis | ανάλυση ιζημάτων |
sedimentation | ιζηματογένεση |
seepage | διήθηση |
self closing butterfly valve | δικλείδα τύπου πεταλούδας με αυτόματο κλείσιμο |
semi-permeable materials; semi pervious materials | ημιπερατά υλικά |
sensitivity of regulation | ευαισθησία ρύθμισης |
sensitivity | ευαισθησία |
separation | διαχωρισμός |
serpentine | σερπεντίνης |
settlement of abutments | κάθιση αντερεισμάτων |
settlement of the dam | συνίζηση φράγματος |
settlement of the foundation | καθίζηση θεμελίωσης |
settlement; consolidation | συνίζηση, στερεοποίηση |
settling | κάθιση, συνίζηση |
shaft | φρέαρ |
shaly clay | σχιστοποιημένος αργιλόλιθος |
shear strain | διατμητική ειδική παραμόρφωση |
shear strength | διατμητική αντοχή |
shear stress | διατμητική τάση |
shear | διάτμηση |
shearing force | διατμητική δύναμη |
shield | ασπίδα |
shock; impact | κρούση |
shortening | βράχυνση |
shotcrete | εκτοξευόμενο σκυρόδεμα με αδρομερές υλικό |
shower | έντονη βροχή |
shrinkage coefficient;degree of shrinkage | συντελεστής (συστολής) συρρίκνωσης ; βαθμός συρρίκνωσης |
shrinkage prevention | αποφυγή συρρίκνωσης |
shrinkage stress | τάση συρρίκνωσης |
shrinkage | συρρίκνωση |
side frame of gate | πλευρικό πλαίσιο θυροφράγματος |
side sealing; side seal | πλευρική σφράγιση |
sieve | κόσκινο |
silica : chert | πυρίτιο:κερατόλιθος |
silicating; silicification | πυριτίωση |
siliceous deposits | πυριτικές αποθέσεις ή κοίτασμα |
siliceous limestone | πυριτικός ασβεστόλιθος |
siliceous sandstone | πυριτιούχος ψαμμίτης |
silt layer | στρώμα ιλύος |
silt | ιλύς |
silting; silting up; filling up with alluvium | η πλήρωση με λεπτόκοκκα φερτά ή αλλούβια |
silurian | σιλούριο |
sink hole | βύθισμα |
sinking | βύθιση |
site plan; location plan | οριζοντιογραφία θέσης έργου |
skin plating; skin plate | επιμετάλλωση πλάκας |
slab of varying thickness | πλάκα μεταβλητού πάχους |
slate | σχιστόλιθος |
sliding | ολίσθηση |
slipping; sliding | ολίσθηση |
slope (of mountain); hillside; mountainside | κλίση (βουνού); πλαγιά λόφου; βουνού |
slow-moving depression | βραδέως κινούμενο χαμηλό βαρομετρικό |
sluice | επίπεδο συρρώμενο θυρόφραγμα |
sluiced rock fill | λιθορριπή με υδραυλική απόθεση (με χρήση νερού) |
small nappe | μικρό βραχωδες στρωμα που έχει μετακινηθεί πλαγίως πανω απο γειτονικα στρωματα ως αποτέλεσμα μιας επώθησης ή αναδίπλωσης |
smooth surface | λεία επιφάνεια |
smoothing | εξομάλυνση, λείανση |
snow gauge | χιονόμετρο |
snow | χιόνι |
snowfall | χιονόπτωση |
snowstorm | χιονοθύελλα |
soaking | εμποτισμός |
soils | εδάφη |
solar radiation | ηλιακή ακτινοβολία |
spar | ανοικτόχρωμο σχιστοποιημένο ορυκτό |
spillway apron | ποδιά υπερχειλιστή |
spillway channel | διώρυγα υπερχειλιστή |
spillway slab : deck spillway (am) | πλάκα υπερχειλιστή, υπερχειλιστής ευρείας στέψης (οριζόντια επιφάνεια) |
spillway | υπερχειλιστής (χωρίς θυροφράγματα), εκχειλιστής (με θυροφράγματα) |
spillweir dam; overflow dam | υπερχειλιζόμενο φράγμα |
spindle stem guide bearing, stem bearing | οδηγός εδράνου άξονα |
spring | πηγή |
spring; source (of river) | πηγή |
springing of exdrados : exdrados springing line | γένεση εξωρραχίου |
springing of intrados : springing of soft : intrados springing line | γένεση εσωρραχίου |
sprocket winch; lifting gear; hoisting gear | βαρούλκο με γρανάζι |
stability calculation | υπολογισμός ευστάθειας |
stability of regulation | σταθερότητα ρύθμισης |
stability under load; in equilibrium loaded | ευστάθεια υπό φορτίο |
stability unloaded; in equilibrium empty | ευστάθεια άνευ φορτίου |
stability | ευστάθεια |
state of stress | εντατική κατάσταση |
steady flow | μόνιμη ροή |
steel shot drill : shot drill | γεωτρύπανο με χαλύβδινη κεφαλή |
stell facing membrane : steel facing (am) | ανάντη χαλύβδινη επένδυση |
stone pitched facing : placed stone facing (am) | επένδυση με λαξευμένη πέτρα |
stoney gate | θυρόφραγμα stoney |
stop log groove | εγκοπή για δοκό έμφραξης |
stoplog (or gate)handing equipment | εξοπλισμός χειρισμού δοκών έμφραξης |
storage plant | έργο αποθήκευσης |
storage | χωρητικότητα, αποθηκευτικότητα |
storage; reservoir | αποθήκευση, ταμιευτήρας |
strain at failure | ειδική παραμόρφωση κατά την αστοχία |
strain energy;deformation energy;work of deformation | δεσμευμένη ενέργεια λόγω παραμόρφωσης |
stratification | στρωματογραφική σειρά, στρώση, διάταξη στρωμάτων |
stratigraphy | στρωματογραφία |
stream bed | κοίτη ρέματος |
stream centerline | άξονας υδατορέματος |
stream gauging; stream gaging | σταθμός μέτρησης σε υδατόρεμα |
stream | υδατόρεμα |
stream;river (tributary to another river) | χείμαρρος/ποταμός (παραπόταμος συμβάλλων σε άλλο ποτάμι) |
streamlined spillweir face | τεχνικό υπερχείλισης υδραυλικά σχεδιασμένο |
strengthening; strufting, stiffening | ενίσχυση, υποστήριξη, αύξηση ακαμψίας |
stress | τάση |
strike joint | διάκλαση παράταξης |
striking off | λείανση επιφάνειας με ξέστρο |
stripped surface | αποξυσμένη επιφάνεια |
subsidence; sinking | καταβύθιση; |
sub-soil | υπέδαφος |
summer | καλοκαίρι |
superficial deterioration/degradation | επιφανειακή εξαλλοίωση/υποβάθμιση |
supporting mass | μάζα υποστηρίξεως (το τμήμα του σώματος ενός φράγματος που στηρίζει το προμετώπιον levy) |
surcharge;overload | υπερφόρτιση |
surface change; superficial alteration | επιφανειακή αλλοίωση |
surface curved in one plane | επιφάνεια απλής καμπυλότητας |
surface slope | κλίση επιφάνειας |
surfacing | επιφανειακή στρώση |
suspended matter; suspended load | αιωρούμενη ύλη; αιωρούμενο φορτίο |
suspension pin; suspension shaft; center of suspension | κέντρο (πίρος) ανάρτησης |
swelling | διόγκωση |
syenite | συενίτης |
syncline | σύγκλινο |
tailwater | νερό στο τεχνικό φυγής |
talus material; scree; scree slope | κορήματα κλιτύος |
talus; scree | κορήματα |
tangestial deformation | εφαπτομενική παραμόρφωση |
tangestial stress | εφαπτομενική τάση |
technical report | τεχνική έκθεση |
technical studies; engineering | τεχνικές μελέτες, σχεδιασμός |
tectonic | τεκτονικός |
temperate climate | εύκρατο κλίμα |
temperature gradient;thermal gradient | θερμοκρασιακή/θερμική κλίση |
temperature variation | διακύμανση θερμοκρασίας |
temperature | θερμοκρασία |
tensile strength | εφελκυστική αντοχή |
tensile stress | εφελκυστική τάση |
tensile test pice; tensile test specimen | δοκίμιο εφελκυσμού |
tension | εφελκυσμός |
tertiary era | τριτογενής εποχή |
test piece; test specimen | δοκίμιο |
testing laboratory, control equipment | εργαστήριο δοκιμών, εξοπλισμός ελέγχου |
thaw | τήξη |
theoretical span; span | θεωρητικό άνοιγμα, άνοιγμα |
thermal coefficient of expansion | θερμικός συντελεστής διαστολής |
thermal | θερμικός,ή,ό |
thermocouples | θερμοζεύγη |
thickness | πάχος |
three-centred curve | καμπύλη τριών κέντρων |
thrust;load | ώθηση; φορτίο |
thunderstorm | καταιγίδα με αστραπές |
tidal reach | όριο παλιρροιακής κατάκλυσης |
tillite | ιζημα παγετώνα-τιλίτης |
timber seal; log seal | σφράγιση ξύλου |
tiped rockfill : dumped rockfill | λιθορριπή με απλή απόθεση (χωρίς συμπύκνωση) |
toe wall : foot wall (am) | τοίχος ποδός |
toe; downstream toe | κατάντι πόδας |
tolerance limit | όριο ανοχής |
tolerance; permissible deviation | ανοχή, επιτρεπτή απόκλιση |
toothed wheel; gear segment | οδοντωτός τροχός |
top frame of gate | άνω πλαίσιο θυροφράγματος |
top water level; maximum water level | ανώτατη στάθμη νερού |
torque | ροπή |
torrent;mountain stream | ορεινός χείμαρρος, υδατόρεμα |
total storage capacity; total reservoir storage | ολική χωρητικότητα αποθήκευσης |
transpiration | διαπνοή |
transport of bed load | μεταφορά φορτίου πυθμένα |
transport of sediment load | μεταφορά ιζημάτων |
trapezoidal law | κανόνας τραπεζίου |
travertine : sinter | τραβερτίνης |
trial heading: exploratory heading (tunnel) | ερευνητική στοά-σήραγγα |
trial pit | δοκιμαστικό σκάμμα |
triassic | τριαδικό |
tributary | παραπόταμος |
tropical climate | τροπικό κλίμα |
trunnion, fulcrum pin | άξονας περιστροφής |
tubing : casing | προστατευτική σωλήνωση γεώτρησης |
tufa | τραβερτίνης -ασβεστίτης |
turbulent flow | τυρβώδης ροή |
twisted strata | συνεστραμμένα στρώματα |
ultimate load;breaking load | οριακό φορτίο; φορτίο θραύσης |
unconformable strata | ασύμφωνα στρώματα |
unconformity; disconformity | ασυμφωνία |
uncontrolled weir; uncontrolled spillway; open spillway | ελεύθερη υπερχείλιση |
underground water;ground water | υπόγειο νερό |
uniform flow | ομοιόμορφη ροή |
uniformly distributed load | ομοιόμορφα κατανενημένο φορτίο |
unit elongation;strain | μοναδιαία επιμήκυνση; ειδική παραμόρφωση |
unit weight | μοναδιαίο βάρος |
upland; mountain region | υψίπεδο; ορεινή περιοχή (ενδοχώρα;) |
uplift ; uplift pressure | άνωση ; πίεση άνωσης |
uplift;heaving | ανύψωση (φούσκωμα του υλικού προς τα πάνω, στην κατακόρυφη διεύθυνση) |
upper jurassic; jurrias upper | ανώτερο ιουρασικό |
upstream batter | ανάντη κλίση |
upstream concrete face | ανάντη πλάκα σκυροδέαμτος |
upstream fill | ανάντη επίχωμα |
upstream fill; upstream shell | ανάντη επίχωμα, ανάντη κέλυφος |
upstream nosing; cutwater | ανάντη απόληξη |
upstream profile at crown | ανάντη διατομή στη στέψη |
upstream radius of crest | ανάντη ακτίνα στέψης |
useful load; service load | ωφέλιμο φορτίο; φορτίο λειτουργίας |
utilizable discharge | εκμεταλλεύσιμη παροχή |
vapour | υδρατμός |
vector quantities | διανυσματικές ποσότητες |
velocity | ταχύτητα |
vent pipe | σωλήνας αερισμού |
vertical cantilever element | κατακόρυφο στοιχείο προβόλου |
vertical deformation | κατακόρυφη παραμόρφωση |
vertical drain | κατακόρυφο στραγγιστήριο |
vibration | δόνηση |
viscosity | ιξώδες |
vitreous rock | αμορφο πέτρωμα, υαλώδες πέτρωμα |
volcanic | ηφαιστειογενές |
wadi;dry river bed | ξεροπόταμος |
washing | πλύση |
waste material | υλικά προς απόρριψη |
water course | υδατόρεμα |
water density | πυκνότητα νερού |
water level gauge; water level gage | σταθμήμετρο |
water level observations | παρατηρήσεις στάθμης ύδατος |
water level recorder; automatic water level recorder | καταγραφικό στάθμης νερού, αυτόματος καταγραφέας στάθμης νερού |
water level | στάθμη νερού |
water power utilization | αξιοποίηση υδροηλεκτρικής ενέργειας |
water supply system | σύστημα ύδρευσης |
water supply to navigation canals | παροχή νερού στα πλωτά κανάλια |
water supply | ύδρευση |
water surface | επιφάνεια ύδατος |
water utilization | χρήση νερού |
waterproofing | υδατοστεγάνωση, αδιαβροχοποίηση |
watershed / catchment | λεκάνη απορροής |
watershed line/divide/limit | υδροκρίτης |
watertight core | υδατοστεγανός πυρήνας |
watertight diaphragm | υδατοστεγανό διάγραγμα |
watertight facing arch | επιφανειακό στεγανό τόξο |
watertight facing; watertight diaphragm | επιφανειακό στεγανό στοιχείο; υδατοστεγες διάφραγμα |
weathering | αποσάθρωση |
weekly storage | εβδομαδιαίος όγκος (υδατο)αποθήκευσης |
weight | βάρος |
weir; overflow dam | φράγμα υπερχείλισης |
weir; spillweir | υπερχειλιστής |
wet year | υγρό έτος |
wetted perimeter | βρεχόμενη περίμετρος |
wheel; roller | τροχός, κύλινδρος |
wind wave | κύμα ανέμου |
winter storage | χειμερινός όγκος (υδατο)αποθήκευσης |
working load | φορτίο λειτουργίας |