centralised → κεντρικοποιημένος, κεντρικοποιημένη, κεντρικοποιημένο, κεντροποιημένος, κεντροποιημένη, κεντροποιημένο, συγκεντρωποιημένος, συγκεντρωποιημένη, συγκεντρωποιημένο, συγκεντρωμένος, συγκεντρωμένη, συγκεντρωμένο, συγκεντρωτικός, συγκεντρωτική, συγκεντρωτικό, κεντρικός, κεντρική, κεντρικό, από ένα σημείο, ενός σημείου
spiros ·
1 · 685