work someone's tail off → ξεπατώνω στη δουλειά, ξεσκίζω στη δουλειά, βάζω να δουλεύει σαν τον μαύρο, βγάζω την πίστη στη δουλειά, βγάζω τον πάτο στη δουλειά, ξεθεώνω, ξεπατώνω, ξεκωλώνω, βγάζω τον Θεό, βγάζω την πίστη, πεθαίνω, κατακουράζω
spiros ·
1 · 510