bitch → σκύλα, θηλυκιά αλεπού, θηλυκό κυνοειδές, λύκαινα, πόρνη, μέγαιρα, παλιοθήλυκο, κακιά, στρίγκλα, λάμια, στριμμένη, στρίντζω, παλιοχαρακτήρας, άτιμη, σπαστικιά, τσούλα, λυσσάρα, κακεντρεχής γυναίκα, σιχαμένη, τέρας, κακίστρα, παλιογύναικο, παλιογύναιο, παλιογυναίκα, βρωμογύναικο, βρομογύναικο, μωρή, κοπρίτης, μανίκι, πακέτο, ζόρι, παλούκι, στριμούρα, στρίμωγμα, δύσκολο, ιστορία, πίκρα, πίκρα, δύσκολη φάση, δύσκολη κατάσταση, δύσκολο πρόβλημα, άτιμο πράγμα, παθητικός σε σχέση, παθητική σε σχέση, τα πρήζω, γκρινιάζω, κουτσομπολεύω, κατινιάζω, κατινιάζομαι, ξεκατινιάζομαι, τα θαλασσώνω
New_Alex ·
7 · 6339