Η σκλαβιά (αντάρτικο τραγούδι άγνωστου συνθέτη και στιχουργού)
(τραγούδι: Μίκης Θεοδωράκης / δίσκος: Für Mikis Theodorakis (1968))
Στέργιος Βαλιούλης, Κατοχή (1)
[Μέρος I: Κατοχή]
1
Η νύχτα βρόντηξε τις πόρτες μας
με δυο γροθιές
με δυο σπρωξιές εσύντριψε τις πόρτες της πατρίδας
η νύχτα της σκλαβιάς.
Εσείσθη η γης
ήχοι βαρύγδουποι κομμάτιασαν τις ώρες
των δειλινών
έπνιξαν το τραγούδι της ζωής τ’ ασημοφτέρωτο
δάκρυα
πένθη
συμφορές
απελπισιάς ανυψωμένα χέρια.
Η προδοσία γύμνωσε το γέλιο της
μάτωσε τις ψυχές μας
αφόπλισε τους ουρανούς και τους παρέδωσε
με χειροπέδες στην ομίχλη.
Και χύμηξε το μίσος του εχθρού παφλάζοντας
λάβες θανάτου
Κάστρα
γεφύρια
διάσελα
φάλαγγες «εν πορεία»
πεντάρφανα
κι αβίγλιστα
δίχως σπαθιά κι ασπίδες
κι ως τ’ άστρα οι καπνοί κι ο κουρνιαχτός.
Ασάλευτη, θαμμένη στα χαλάσματα
άψυχη, άπνοη κι ωχρόμορφη
η Ώρια
η Διαλεχτή
η Μία...
*
Η νύχτα έτρωγε το έχει μας
με δυο σαγόνια
με δέκα νύχια ξέσχιζε τις σάρκες της πατρίδας
η νύχτα της οργής.
Έσβηναν στις γωνιές
τις ερημιές
ανήμπορα στα κράσπεδα γερμένα
τ’ άγουρα νιάτα
—κι οι αετοί—
κόμπο τον κόμπο νικημένα.
Η λεύτερη ψυχή
γονατιστή προσεύχεται.
Κι αναρωτιέται...
*
Τα τραίνα σφύριζαν
ξεκλήριζαν
πατρίδες, έρωτες, φαμίλιες, φίλους
τα τραίνα θέριζαν
κι ανέμιζαν
ανέλπιδων φονιάδων χέρια πουλημένα
τα τραίνα μάγευαν
κι αλάργευαν
για το ταξίδι που ποτέ δεν επιστρέφει.
*
Οι άνθρωποι βαδίζουν ασυντρόφιαστοι
και σκυθρωποί.
Καθένας χώρια.
Βαδίζουν και παραμιλούν και μάχονται τ’ αθώρητα
βαδίζουν και κουνούν μ’ απόγνωση τα χέρια.
Οι άνθρωποι που γεύθηκαν την πίκρα της σκλαβιάς
μοιάζουν τρελοί.
Οι άνθρωποι που νιώθουν τη σκλαβιά βάρος ασήκωτο
δεν θέλουν να ’ναι άνθρωποι.
Από τη συλλογή Το κρυμμένο τετράδιο (1959)