put in one's debt → κάνω να έχει υποχρέωση, υποχρεώνω, καθιστώ υπόχρεο, καθιστώ υπόχρεη, κάνω να μου χρωστάει χάρη

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 852003
    • Gender:Male
  • point d’amour
put in one's debt → κάνω να έχει υποχρέωση, υποχρεώνω, καθιστώ υπόχρεο, καθιστώ υπόχρεη, κάνω να μου χρωστάει χάρη
be in one's debt → έχω υποχρέωση σε κάποιον, έχω υποχρέωση, είμαι υπόχρεος, είμαι υπόχρεη, χρωστάω


 

Search Tools